top of page
  • Stilianos Mavroulis

Ο Άσωτος Υιός/ Η ομολογία μου

Updated: Jan 16

 

Δεν δημοσίευσα τη μαρτυρία μου εδώ, όχι για να δοξάσω τον εαυτό μου αλλά τον Θεό. Όχι για να δείξω ότι είμαι κάποιος μεγάλος άγιος, γιατί δεν είμαι και δεν ήμουνα, και το δείχνω ξεκάθαρα στη μαρτυρία μου. Καθώς λέει το Ευαγγέλιο, Επιστολή Ιακώβου του Αποστόλου, 5:20, "Ας εξεύρη ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν από της πλάνης της οδού αυτού, θέλει σώσει ψυχή εκ θανάτου, και θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών. Και εγώ είμαι πολύ αμαρτωλός. Και γιατί τα έκανε σε μένα και όχι σε κάποιον άλλον; Διότι κάποιος άλλος θα ντρεπόταν για τα έργα του. Και εγώ ντρέπομαι για τα έργα μου, αλλά δεν θα κρατούσα τα θαύματα του Κυρίου μου μυστικά για να καλύψω την ντροπή μου, αλλά θα τα δημοσίευα όπως και έχω κάνει για να δοξασθεί ο Θεός και ας γίνει η ντροπή μου δημόσια και ας με κατακρίνει ο κόσμος όσο θέλει. Και όχι μόνο, τα θαύματα που έκανε ο Θεός στη ζωή μου, σε μένα ήταν όφελος, δεν έγιναν για μένα αλλά για σένα, για να πειστείς ότι ο Θεός είναι χθες, είναι σήμερα, είναι αύριο και για πάντα. Και ότι σε αγαπάει τόσο πολύ που αν Τον πιστέψεις και Τον εμπιστευτείς, ότι έκανε για μένα θα το κάνει και για σένα και όχι μόνο. Έχε λοιπόν πίστη, όλα είναι δυνατά για όσους Τον πιστεύουν.

***

«Μαυρούλη», φώναξε ο φρουρός από το διάδρομο.Γύρισα και τον κοίταξα μέσα από την καγκελαρία που χώριζε τον διάδρομο απ’ την μονάδα των έξι κελιών που με στέγαζε.«Έχεις επίσκεψη απ’ τον δικηγόρο σου», είπε και έβγαλε τα κλειδιά απ’ την ζώνη του και πήγε στην καγκελόπορτα.Γύρισα και έβαλα τα χέρια μου μέσα στην υποδοχή των δίσκων. Μέχρι τώρα είχα εξοικειωθεί με τη ρουτίνα. Μου πέρασε τους χειροπέδες στους καρπούς των χεριών μου και έβγαλε το κλειδί της πόρτας από τη ζώνη του και άνοιξε την πόρτα. Βγήκα έξω και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Προχώρησα περπατώντας στο διάδρομο κάτω από τα βλέμματα των κρατουμένων που στεγάζονταν μέσα στις μονάδες των κελιών που περνούσαμε.Ο φρουρός με κατέβασε στον πρώτο όροφο στο δωμάτιο των δικηγόρων. Έβγαλε τους χειροπέδες απ’ τα χέρια μου και βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα.«Πώς είσαι»; Με ρώτησε ο δικηγόρος μου. Το ‘πε για να σπάσει την ψύχρα μεταξύ μας.«Θα μπορούσα να είμαι καλύτερα», είπα.«Εδώ είναι το κατηγορητήριο. Σε έχουν χρεώσει με δεκαπέντε κατηγορίες, διακρατικό εκβιασμό κλπ., ξέρεις την ιστορία, μέγιστη ποινή 105 χρόνια. Εάν καταδικαστείς για όλες τις κατηγορίες, ο δικαστής θα μπορούσε να σου δώσει το μέγιστο».Ήξερα ότι έπρεπε να τιμωρηθώ. Είχα διαπράξει έγκλημα, αλλά 105 χρόνια; Ήταν βαρύ.«Ποιες είναι οι πιθανότητες μου»; Τον ρώτησα.«Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό είναι το πρώτο σου αδίκημα, θα έλεγα, πενήντα έως εξήντα».Αυτό σφράγισε το φέρετρο. Η ζωή μου είχε τελειώσει.«Τι ακολουθεί»; «Θα προετοιμαστούμε για δίκη, εκτός αν αποφασίσεις να αποδεχτείς ενοχή. Πρέπει να σου πω, όμως, ότι έχουν τόσα στοιχεία εναντίον σου που δεν έχουμε ελπίδες να κερδίσουμε την δίκη. Αν ήμουν στη θέση σου, Θα ομολογούσα την ένοχή μου. Ο δικαστής θα είναι πρόθυμος να ακούσει και την δική σου άποψη και μεταμέλεια και θα μπορούσε να είναι επιεικής».Ήμουν ένοχος, ανεξάρτητα από τις συνθήκες του αδικήματός μου.Ήμουν υπεργολάβος γυψοσανίδας και εκτελούσα σύμβαση γυψοσανίδας για έναν γενικό εργολάβο\ιδιοκτήτη. Δούλευα για αυτόν τρία χρόνια και είχαμε εξαιρετικές σχέσεις. Τελείωσε ένα άλλο μεγάλο έργο και έφερε τον επόπτη αυτού του έργου στη δουλειά που δούλευα εγώ. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήξερα ότι τα προβλήματα είχαν φτάσει στην αυλή μου. Δεν συνδεθήκαμε νοητικά και κατάλαβα άμεσα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν καλός τύπος.Λίγες μέρες αργότερα, υποψιάστηκα ότι σκόπευε να με απολύσει και να φέρει τον φίλο του να τελειώσει τη δουλειά. Κάτι που έγινε μέρες μετά. Ωστόσο, έσπασε το συμβόλαιό μας αφού δεν είχα λάβει πληρωμή για δεύτερο συνεχόμενο μήνα. Όταν οι γενικοί εργολάβοι σκοπεύουν να διώξουν έναν υπεργολάβο, του κρατάνε όσα πιο πολλά χρήματα μπορούν και αρνούνται να τον εξοφλήσουν, έτσι μου κράτησαν γύρω στις εκατό χιλιάδες και μετά με απέλυσαν. Ταυτόχρονα, άλλοι τρεις γενικοί εργολάβοι που μου είχαν αναθέσει να φτιάξω τις γυψοσανίδες στα έργα τους, με απέλυσαν βολικά από τις δουλειές τους. Τα χρήματα που μου κράτησαν όλοι μαζί μπορούσε να ήταν και μισό εκατομμύριο. Η σταδιοδρομία μου ως υπεργολάβος είχε τελειώσει, και μέσα στη στενοχώρια μου, η πολιτεία της Βιρτζίνια έβαλε το κερασάκι στην τούρτα. Την στιγμή που δεν με πλήρωναν εγώ συνέχιζα να εργάζομαι πιστεύοντας ότι θα με πλήρωναν τον ερχόμενο μήνα. Για να έχω χρήματα να πληρώνω το προσωπικό, ελπίζοντας ότι θα με πλήρωναν, παρακρατούσα τους φόρους που είχα κρατήσει απ’ τους εργαζομένους για να συνεχίζω να κάνω πληρωμές, και δεν τους κατέθετα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και στην πολιτεία της Βιρτζίνια. Σχεδίαζα να τους καταθέσω όταν με πλήρωναν οι γενικοί εργολάβοι. Η πολιτεία της Βιρτζίνια μου έστειλε ειδοποίηση να πληρώσω, αλλά δεν είχα τα χρήματα. Όταν τους είπα ότι δεν είχα τα χρήματα, η κυβέρνηση έκδωσε αμέσως ένταλμα για τη σύλληψή μου. Δεν είχα ιδέα ότι το να μην πληρώσω τις κρατήσεις των εργαζομένων στο κράτος ήταν έγκλημα. Τα ‘χασα. Εδώ ήμουν, πήγαινα στη φυλακή για ένα έγκλημα για το οποίο δεν πίστευα ότι ήμουν υπεύθυνος. Αυτά τα χρήματα επενδύθηκαν στα έργα εκείνων των ιδιοκτητών/εργολάβων που μόλις με είχαν απολύσει από τη δουλειά τους και αρνούντο να με πληρώσουν. Το ποσό που δεν είχα υποβάλει στην πολιτεία του Βιρτζίνια ήταν περίπου εκατό χιλιάδες δολάρια και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, περίπου τετρακόσιες. Παρακάλεσα τον καθέναν από αυτούς να με πληρώσουν και κανένας δεν ήταν πρόθυμος να μου δώσει δεκάρα. Ήμουν απελπισμένος και φοβισμένος, και ο φόβος μου μετατράπηκε σε θυμό πρώτα και μετά σε μίσος. Παράλληλα, η ταινία ο Νονός έπαιζε στις αίθουσες και την είδα. Ευάλωτος όπως ήμουν, μου έκανε τέτοια εντύπωση που επιδείνωσε την κατάστασή μου και, σκεπτόμενος την αδικία που μου είχαν κάνει, με ώθησε να πάρω τον νόμο στα χέρια μου. Για να λάβω δικαστικά μέτρα, δεν μπορούσα. Είχα επενδύσει τα πάντα στα έργα τους, και δεν μου είχαν απομείνει χρήματα για νομικές αμοιβές. Υπερχείλισα με οργή. Ήμουν σαν το σκυλί που δεν γαβγίζει αλλά βάζει το κεφάλι κάτω και επιτίθεται. Έτσι, έβαλα εκρηκτικά στο σπίτι του θύματός μου και τους τηλεφώνησα να φύγουν από εκεί γιατί το σπίτι τους θα ανατιναζόταν σε δέκα λεπτά. Δόξα τω Θεώ, βγήκαν έξω και κανείς δεν τραυματίστηκε. Ο δικηγόρος μου έφυγε και λίγες ώρες αργότερα είχα επίσκεψη από τη γυναίκα μου. «Αγάπη μου, μπορεί να σκεφτείς να με αφήσεις. Είναι πολύς καιρός », είπα.«Δεν με νοιάζει. Θα σε περιμένω », είπε αυτή. «Ακόμα κι αν σου δώσουν εξήντα, σε είκοσι μπορείς να είσαι ελεύθερος με όρους. Θα σε περιμένω ».Την κοίταξα τρομαγμένος. Και τότε συναισθήματα οίκτου γέμισαν τα σωθικά μου, αλλά δεν της είπα τίποτα.Εκείνη έφυγε και εγώ πήγα στο κελί μου. Όταν οι φυλακισμένοι που δούλευαν στην κουζίνα έφεραν τους δίσκους φαγητού, πλησίασα αυτόν που γνώριζα και τον ρώτησα αν μπορούσε να μου φέρει ένα ξυραφάκι.Σίγουρα, την ώρα του δείπνου, κάτω από το πιάτο μου, στο δίσκο μου, βρήκα το ξυραφάκι. Τοποθέτησα το δίσκο στο μεταλλικό τραπέζι που επένδυε το χώρισμα της καγκελαρίας, σήκωσα το πιάτο μου και πήρα το ξυραφάκι και το έβαλα στην τσέπη μου, μετά κάθισα στον μακρύ μεταλλικό πάγκο, όπου κάθονταν όλοι οι κρατούμενοι για να φάνε. Έφαγα και μετά μπήκα μέσα στο κελί μου και κάθισα στην κουκέτα μου και άρχισα να σκέφτομαι. Είχα καταστρέψει τη ζωή μου, και όχι μόνο τη δική μου αλλά και της γυναίκας μου και του γιου μου. Ήταν αποφασισμένη να με περιμένει και την αγαπούσα πάρα πολύ για να την αφήσω να το κάνει.Οι σκέψεις μου διακόπηκαν όταν το κάρο του δίσκου επέστρεψε για να πάρει τους άδειους δίσκους. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και πήγα και έδωσα τον άδειο δίσκο στον κρατούμενο που μου είχε φέρει το ξυραφάκι και μαζί μεν τον δίσκο του έδωσα ένα πακέτο τσιγάρα. Μετά γύρισα στην κουκέτα μου και κάθισα στο κρεβάτι μου και συνέχισα να σκέπτομαι. Η απόφαση που είχα πάρει δεν ήταν μόνο για τη γυναίκα μου και τον γιο μου αλλά και για μένα. Σκέφτηκα τη ζωή στην οποία έμπαινα για τα επόμενα εξήντα χρόνια, τουλάχιστον. Ο Άλφρινκ, ένας άλλος κρατούμενος που είχε περάσει από το σύστημα μερικές φορές, μου είχε πει κάθε είδους ιστορίες για τη ζωή στις φυλακές των βαρυποινιτών. Έμπαινα σε μια άγνωστη κόλαση, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Πήγα πίσω και κάθισα στο πάτωμα μπροστά από το κελί μου και άρχισα να βλέπω την τηλεόραση που ήταν πάνω στο μεταλλικό τραπέζι. Λίγες ώρες αργότερα, ήρθε η ώρα να μας κλειδώσουν στα κελιά μας. Ο καθένας από εμάς μπήκε στο κελί του και η αστυνομία τράβηξε το μοχλό και οι πόρτες των κελιών έκλεισαν με θόρυβο καθώς συγκρούστηκαν στα μεταλλικά τους πλαίσια.


ΙΙ


Κάθισα στο κρεβάτι μου με σκοπό να εκτελέσω το σχέδιό μου. Άλλωστε, σκέφτηκα. Τι πειράζει. Έζησα τη ζωή μου. Ήμουν τριάντα ένα χρονών και είχα περάσει από μερικές χώρες. Είχα ζήσει τη ζωή μου με μεγάλη ταχύτητα. Εξάλλου, τι νόημα είχε να περάσω από αυτήν την κόλαση για να παρατείνω στη ζωή μερικές δεκαετίες ακόμη; Η ζωή τελειώνει εδώ, σκέφτηκα. Είναι σαν αυτοκίνητο. Έσβησες το μοτέρ και το αυτοκίνητο σταματά νεκρό. Και δείτε τα οφέλη: Η σύζυγός μου είναι μια όμορφη νέα γυναίκα, θα βρει κάποιον να ξαναπαντρευτεί και ο γιος μου δεν θα μεγαλώσει με έναν απόντα πατέρα. Ήταν ένα σχέδιο νίκης, νίκης. Έβγαλα το ξυράφι από την τσέπη μου, έβγαλα το χοντρό χαρτί ασφαλείας που περίβαλλε την λεπίδα και ήρθε η ώρα. Ήταν περίεργο. Είχα απόλυτη ειρήνη με αυτό που επρόκειτο να κάνω. Θα ένιωθα λίγο πόνο, αλλά σύντομα το αίμα μου θα χυνόταν στο πάτωμα, και ακόμη κι αν κάποιος μπορούσε να με δει από το διάδρομο, μέχρι να έφερνε τους γιατρούς στο κελί μου, θα ήμουν νεκρός. Κράτησα το ξυράφι σφιχτά από την άκρη που δεν έκοβε και σήκωσα το χέρι μου για να κόψω τις φλέβες μου. Σκέφτηκα εάν χτυπούσα την κόψη το ξυραφιού πάνω στις φλέβες απότομα θα έκοβα τις φλέβες μου χωρίς ο πόνος να με κάνει να διστάσω. Έπρεπε να το κάνω δυνατά και τραβηχτά.

Πριν η λεπίδα του ξυραφιού ακουμπήσει τις φλέβες μου βρέθηκα έξω απ’ το σώμα μου, κάπου έξω στο διάστημα σε’ απόλυτο σκοτάδι. Δεν ήξερα αν ήμουν νεκρός. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που ήξερα, ήμουν σε ένα απόλυτο σκοτάδι, τόσο μαύρο όσο ένας μαυροπίνακας, και τότε εμφανίστηκε ένα άτομο περιτριγυρισμένο από έντονο φως. Το σκοτάδι αντικαταστάθηκε απ’ το φως Του και μου έδειξε προς τα κάτω στην κορυφή ενός βουνού χωρίς βλάστηση, όπου ήταν ένα άγαλμα που έμοιαζε με το άγαλμα της ελευθερίας. Δεν μου μίλησε. Απλώς μ έδειξε το άγαλμα και εξαφανίστηκε, και εγώ επέστρεψα στο σώμα μου. Δεν ήμουν νεκρός. Πριν προλάβω να καταλάβω τι μου συνέβαινε, αμέσως βγήκα ξανά από το σώμα μου και βρέθηκα να στέκομαι σε μια όχθη ενός ποταμού. Και στις δύο πλευρές του ποταμού υπήρχε πλήθος ανθρώπων, και ήξερα στην καρδιά μου ότι από τη μια πλευρά ήταν άνθρωποι του Θεού, και από την άλλη πλευρά του ποταμού ήταν άνθρωποι του διαβόλου, και στεκόμουν με τους ανθρώπους του διαβόλου. Αμέσως μετά, επέστρεψα στην πραγματικότητα, αλλά αυτή τη φορά μια υπερφυσική γνώση είχε εγκατασταθεί μέσα μου. Μια γνώση που δεν μπορούσα να την αμφισβητήσω. Ήταν πολύ ισχυρή για να την απορρίψω. Και η γνώση ήταν ότι υπήρχε παράδεισος και κόλαση, ότι ο Θεός ήταν πραγματικός, ο Χριστός ήταν αληθινός και ότι πέθανε στο Σταυρό για τις αμαρτίες μου και ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών. Μέχρι τότε δεν είχα πιστέψει ποτέ στον Θεό. Η τελευταία φορά που είχα πάει στην εκκλησία ήταν πολλά χρόνια νωρίτερα να βρω φιλενάδες. Και τώρα είχα γεμίσει με αυτή τη γνώση, σε αντίθεση με όσα ήξερα. Δεν το διαλογίστηκα το θέμα γιατί με χτύπησε σαν με είχαν χτυπήσει στο κεφάλι με σφυρί. Έπεσα στα γόνατά μου και άρχισα να κλαίω και να παρακαλώ τον Θεό να με συγχωρέσει για τις αμαρτίες μου. Ένιωσα βρώμικα μέσα μου αλλά άμεσα μια αίσθηση καθαριότητας πλημμύρισε την ύπαρξή μου και σηκώθηκα όρθιος. Μια χαρά ανάμεικτη με αγάπη με είχε διαβρώσει και ένιωθα τόσο χαρούμενος. Τόσο χαρούμενος που αγαπούσα με έντονο συναίσθημα τα πάντα: τη φυλακή στην οποία ήμουν φυλακισμένος, τα σίδερα που με είχαν κλείσει μέσα, ακόμη και την τουαλέτα που ήταν μόλις μισό μέτρο μακριά από το κρεβάτι μου. Και τώρα, ήθελα να μάθω για τον Ιησού, αυτόν τον Ιησού που μου έσωσε τη ζωή. Χρειαζόμουν μια Αγία Γραφή αλλά δεν υπήρχε. Την επομένη ημέρα το πρωί, ένας Βαπτιστής ιεροκήρυκας ήρθε μιλώντας με τους κρατούμενους πίσω από΄ το σιδερένιο διαχώρισμα των κελιών. Τον πλησίασα και του είπα: «Γεια σου, μπορώ να έχω μια Βίβλο. Χθες το βράδυ είχα μια συνάντηση με τον Ιησού Χριστό και θέλω να μάθω περισσότερα για Αυτόν. Αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον του και μου έδωσε μια Βίβλο. Κρατούσε μαζί του κάνα διό σε περίπτωση που κάποιος φυλακισμένος ήθελε μία.

«Θέλεις να μιλήσουμε για αυτό;» με ρώτησε.

«Σίγουρα», είπα. Λίγες ώρες αργότερα, με τα χέρια μου πίσω απ’ την πλάτη μου μέσα σε χειροπέδες με πήγαν κάτω στο γραφείο ενός συμβούλου για να τον συναντήσω εκεί. Του εξήγησα όλα όσα μου είχαν συμβεί και ήταν πολύ χαρούμενος που γνώρισα τον Ιησού Χριστό και είχα βρει τη σωτηρία μου.


***


Άρχισα να διαβάζω τη Βίβλο αχόρταγα και αυτό που διάβαζα είχε νόημα τώρα. Όταν είχα μείνει σε ένα ξενοδοχείο μια φορά και στο συρτάρι είχα βρει μια Βίβλο προσπάθησα να τη διαβάσω, αλλά όλα όσα διάβαζα δεν είχαν νόημα για μένα τότε και σε λίγα λεπτά την έκλεισα και την ξαναέβαλα στο συρτάρι του κομοδίνου. Αυτή τη φορά, καταλάβαινα όλα όσα διάβαζα. Ο ιεροκήρυκας μου είχε πει να αρχίσω να διαβάζω τη Βίβλο από το ευαγγέλιο του Ιωάννη, όπου διάβασα το κατά Ιωάννη 3:16, «Γιατί ο Θεός αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο που έδωσε τον μοναδικό του Υιό, ώστε όποιος πιστεύει σε αυτόν να μην χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνια». Ο Θεός με αγαπά, σκέφτηκα. Γιατί; Μετά από αυτό που είχα κάνει, είχα μια χαμηλή προοπτική για τον εαυτό μου. Λένε ότι ο Θεός αγαπά τον αμαρτωλό αλλά μισεί την αμαρτία. Είναι σαν ένα παλιό κλισέ. Αλλά για ένα πράγμα, ήμουν σίγουρος ότι ο Θεός με αγαπά. Μου είχε εμφανιστεί για να με σώσει από την καταστροφή.

Είχα διαβάσει μια φορά ότι πάνω από 50.000 άνθρωποι αυτοκτονούν στις ΗΠΑ κάθε χρόνο. Γιατί με σταμάτησε; γιατί εμένα; και όχι τις πενήντα χιλιάδες; Μπορώ μόνο να σκεφτώ τι έγραψε ο Παύλος για τη σωτηρία επιλογής. Γιατί διάλεξε εμένα να σώσει και όχι τους άλλους; Μπορούσα μόνο να σκεφτώ ότι ο Θεός ήξερε ότι αν γνώριζα την αλήθεια θα μετανοούσα και θα τον αποδεχόμουνα Αρχηγό και Βασιλιά της ζωής μου.

Πριν από πολλά χρόνια, είχα έναν πλούσιο φίλο που είχε αγοράσει ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο. Καθώς έτρεχε με ταχύτητα, έχασε τον έλεγχο και χτύπησε μια κολόνα ρεύματος. Το αυτοκίνητο συνετρίβη και ο κινητήρας σπρώχτηκε μέσα στην καμπίνα. Έπρεπε να κόψουν το αυτοκίνητο σε κομμάτια για να τον βγάλουν. Μου είπε πριν το αυτοκίνητο χτυπήσει στον στύλο, δύο μεγάλα χέρια του έπιασαν το κεφάλι και βγήκε από τα συντρίμμια χωρίς γρατζουνιά. Πίστευε σε μια υπερδύναμη, αλλά ότι ο Ιησούς Χριστός είχε πεθάνει στο Σταυρό για τις αμαρτίες του; Όχι! Αρκετά τεκτονική η πίστη του, θα έλεγα. Το περιστατικό του θα μπορούσε να προσθέσει τεκμήρια στη διδασκαλία του Παύλου σχετικά με τη σωτηρία της επιλογής. Αυτό συνέβη πριν από πολλά χρόνια και δεν ξέρω αν αυτός ο άνθρωπος βρήκε σωτηρία. Μόνο ο Θεός το ξέρει.

Μια μέρα, ενώ καθόμουν στο τσιμεντένιο πάτωμα ακουμπώντας στα σίδερα του κελιού μου και έβλεπα τις βραδινές ειδήσεις στην τηλεόραση, ένιωσα την παρουσία κάποιου στα αριστερά μου. Γύρισα και κοίταξα και δεν υπήρχε κανείς. Γύρισα πάλι προς την τηλεόραση και αμέσως ένιωσα ξανά την παρουσία του. Κοίταξα ξανά, τίποτα. Τι μου συμβαίνει σκέφτηκα. Γύρισα πάλι προς την τηλεόραση και ένιωσα ξανά την παρουσία του, αλλά αυτή τη φορά αποφάσισα να μην κοιτάξω. Μετά το όραμα ολοκληρώθηκε. Όχι με τα φυσικά μου μάτια, αλλά με τα μάτια του νου μου μπορούσα να τον δω. Ήταν ψηλός, ακόμα και πάνω από δύο μέτρα, ένας μεγάλος άντρας, ντυμένος με ενδυμασία αρχαίου μοναχού, φορώντας σανδάλια στα πόδια του. Είχε σίγουρα μια μεσογειακή εμφάνιση. ΄Κρατούσε το ένα χέρι μέσα στο άλλο και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο.

Στάθηκε δίπλα μου χωρίς να κουνηθεί, χωρίς να πει τίποτα. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να είναι ο φύλακας άγγελος μου. Μόλις τελείωσα να βλέπω τηλεόραση, μπήκα στο κελί μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Με ακολούθησε μέσα και στάθηκε δίπλα στην τουαλέτα. Και ήταν μαζί μου μέρα και νύχτα, κι όπου πήγαινα, με ακολουθούσε και στεκόταν δίπλα μου. Έμεινε μαζί μου για περίπου έξι μήνες, μέχρι που τακτοποιήθηκα και ήμουν ασφαλής.

Ενώ περίμενα την καταδίκη μου, μια μέρα, ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου. Δεν κοιμόμουν, αλλά, θα έλεγα, μισοκοιμισμένος. Ένιωσα το σώμα μου να στρίβει από δεξιά προς τα αριστερά και μετά έπεσα από το κρεβάτι μου. Το περίεργο ήταν ότι έπεσα αργά σαν πούπουλο και προσγειώθηκα απαλά στο τσιμεντένιο πάτωμα. Το κεφάλι μου άγγιξε το ατσάλινο πλαίσιο της πόρτας και ένιωσε περίεργα. Δεν ένιωθα σαν σάρκα να αγγίζει μέταλλο. Τότε σκέφτηκα, Θεέ μου, πρέπει να είμαι έξω από το σώμα μου. Φοβήθηκα και με αστραπιαία ταχύτητα μπήκα ξανά στο σώμα μου. Πω, πω, τι ήταν αυτό; Τι θέλει να μου δείξει ο Θεός; Θέλει να με κάνει να νιώσω σίγουρος ότι δεν είμαι σώμα αλλά πνεύμα που κατοικεί σε αυτό το σώμα;

 

III

 

Τελικά, έφτασε η ημέρα της καταδίκης μου και με έφεραν ενώπιον του δικαστή. Σκέφτηκε τις συνθήκες του εγκλήματός μου και το γεγονός ότι ήταν το πρώτο μου αδίκημα, με καταδίκασε σε 15 χρόνια και με κατέστησε επιλέξιμο για αναστολή ανά πάσα στιγμή. Το όραμα του Χριστού με το άγαλμα της ελευθερίας στην κορυφή του βουνού είχε νόημα τώρα. Σύντομα επρόκειτο να με απελευθερώσει. Ήμουν πολύ χαρούμενος και το ίδιο και η γυναίκα μου.

     Λίγο αργότερα, με πήγαν στις φυλακές του Lewisburg για να εκτίσω την ποινή μου. Με κράτησαν δύο εβδομάδες σε απομόνωση για να ολοκληρώσω όλες τις ιατρικές εξετάσεις που μου έκαναν, και στη συνέχεια μάζεψα τα πράγματά μου και ακολούθησα τον φρουρό σε έναν κοιτώνα. Ήταν ένας κοιτώνας με δεκαπέντε περίπου κρεβάτια. Με πήγε σε μια άδεια κουκέτα και μετά κοίταξε τριγύρω για μια άδεια ντουλάπα. Δίπλα στο κρεβάτι μου, υπήρχε ένα άλλο άδειο κρεβάτι με μια μικρή ντουλάπα μπροστά του. Προσπάθησε να την μετακινήσει, αλλά δεν ήταν εύκολο. Την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Μετά έκλεισε την πόρτα.

     «Πάμε να την αδειάσουμε στα μπάνια», μου είπε. Αμέσως εγώ πρόθυμος την έσπρωξα στα μπάνια και άνοιξα την πόρτα. Μέσα ήταν μια πλαστική σακούλα γεμάτη ένα κίτρινο υγρό.

     «Τι είναι αυτό»; Τον ρώτησα.

     "Τι νομίζεις ότι είναι; Pruno », είπε και γέλασε. Μια έκφραση έκπληξης σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου.

     «Πρώτη φορά στην φυλακή, χέε,»; με ρώτησε.

     «Δεν έχω πατήσει πόδι σε αστυνομικό τμήμα στη ζωή μου. Πόσο μάλλον σε μια φυλακή βαρυποινιτών».

     «Καλή διασκέδαση», είπε χαμογελώντας. Ακόμα δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε. έχυσε το κρασί στην τουαλέτα και εγώ έσυρα την μετάλλινη ντουλάπα και την τοποθέτησα μπροστά από το κρεβάτι μου και άρχισα να βάζω μέσα τα πράγματά μου. Αφού ο αστυνομικός βγήκε από τον κοιτώνα, λίγα λεπτά αργότερα, με τράβηξαν βίαια στη μέση του κοιτώνα. Δεν είχα την ευκαιρία να σηκωθώ από τη θέση οκλαδόν που ήμουνα. Ξάπλωσα στο πάτωμα στο πλάι μου και πήρα μια εμβρυϊκή θέση και έβαλα τα χέρια μου γύρω από το κεφάλι μου να το προστατέψω από τις βίαιες κλωτσιές που μου έδιναν τέσσεροι κρατούμενοι που φορούσαν παπούτσια με ατσάλινη μύτη.

     «Κύριε Ιησού Χριστέ, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου», είπα, γιατί ήξερα ότι αυτό ήταν για μένα, και ότι θα πέθαινα εκείνο το βράδυ. Με κλωτσούσαν δυνατά, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, δεν ένιωθα τον πόνο. Σε λίγο σταμάτησαν. Σηκώθηκα και πλησίασα την κουκέτα μου σκοπεύοντας να συνεχίσω να βάζω τα πράγματά μου στην ντουλάπα μου. Εκείνο το λεπτό, τέσσεροι φρουροί όρμησαν μέσα στον κοιτώνα. Κοιτάζοντάς με και βλέποντάς με χτυπημένο, μου είπαν: «Πάμε». Ήμουν σε κατάσταση σοκ, οπότε δεν είπα τίποτα και τους ακολούθησα. Δύο φρουροί πήγαν μπροστά μου και δύο πίσω μου. Με πήγαν στην απομόνωση. Την επομένη, συνάντησα τον ψυχολόγο της φυλακής και τον καπετάνιο. Με ρώτησαν τι είχε συμβεί, και τους είπα τουλάχιστον τι ήξερα ότι είχε συμβεί.

     "Μείνε στην απομόνωση για μια εβδομάδα», είπε ο καπετάνιος, και μετά θα σε μεταθέσουμε σε ένα μονό κελί, όπου θα είσαι πιο προστατευμένος. Τον ευχαρίστησα και ο φρουρός με πήγε πίσω στο κελί της απομόνωσής.

     Την επόμενη μέρα, η γυναίκα μου και το αγοράκι μου με επισκέφθηκαν στη φυλακή. Όταν έφυγαν και επέστρεψα στο κελί μου, οι φωνές τους αντηχούσαν στα αυτιά μου για μέρες. Μια εβδομάδα αργότερα, με έβαλαν σε ένα κελί σε ένα διάδρομο όπου έμεναν λιγότερο βίαιοι κρατούμενοι. Την επαύριον ήρθε να με επισκεφτεί ένας Έλληνας φυλακισμένος. Ήξερε τα πάντα για το τι μου είχε συμβεί. Μου ζήτησε να τον ενημερώσω αν χρειαζόμουν κάτι. Του είπα ότι ήμουν καλά και έφυγε.

     «Θα σε δω στην αυλή», μου είπε καθώς απομακρυνόταν.

     Βγήκα στην αυλή για λίγο, και εκεί συνάντησα έναν άλλο κρατούμενο, έναν γέρο.

     «Με θυμάσαι»; με ρώτησε.

     «Θα έπρεπε»;

     «Δούλεψα για σένα στα διαμερίσματα Place One. Ήμουν μπογιατζής».

     «Ουάου»! Είπα. «Πόσο μικρός είναι ο κόσμος».

     «Ο Θεός πρέπει να σε αγαπάει».

     "Γιατί το λες αυτό»;

     «Τι σύμπτωση που έτυχε να μένω στον κοιτώνα όπου σου επιτέθηκαν. Εγώ είμαι αυτός που τους σταμάτησε να μην σε σκοτώσουν».

     Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που άκουγα. Ένας πρώην υπάλληλος μου ήταν στον κοιτώνα όπου μου επιτέθηκαν και είχε την επιρροή και το θάρρος να τους σταματήσει να μην με σκοτώσουν!

     Αυτό με έκανε σίγουρο ότι ο Θεός ήταν μαζί μου και ήμουν υπό την προστασία Του.

     «Γιατί μου επιτέθηκαν»;

     «Επειδή ήσουν η αιτία που βρήκαν το κρασί μας. Δικό μου ήταν to κρασί, εγώ το έφτιαχνα».

     Τώρα ήξερα.

     «Πρόσεχε», μου είπε και έφυγε.

     Συνέχισα να περπατάω στην πίστα. Λίγη ώρα αργότερα συνάντησα τον Έλληνα κρατούμενο που είχα δει νωρίτερα.

     «Άκου», μου είπε. «Καλύτερα να πας στους φρουρούς και να τους ζητήσεις να σε βάλουν στην απομόνωση για προστασία. Αυτό το μέρος εδώ είναι τρελοκομείο. Κι αν δεν σε σκότωσαν εκείνη τη στιγμή. Τίποτα δεν μου λέει ότι δεν θα σε μαχαιρώσουν αργότερα. Άλλωστε, όπου και αν σε πάνε, θα είναι καλύτερα από εδώ».

     Αποχαιρέτησα τον Βασίλη (αυτό ήταν το όνομά του) και έφυγα. Πήγα στο γκισέ των φρουρών και του ζήτησα να με πάει στην απομόνωση γιατί κινδύνευε η ζωή μου. Με πήγαν αμέσως στην απομόνωση. Την επόμενη μέρα συνάντησα τον καπετάνιο μαζί με ένα ψυχολόγο των φυλακών και τους είπα ότι είχα ακούσει από κάποιον ότι σχεδίαζαν να με μαχαιρώσουν. Είπα ψέματα, αλλά έπρεπε να βγω από εκείνη την τρύπα της κόλασης.

     «Εντάξει», είπε ο καπετάνιος. «Αλλά όπου και να σε πάμε, δεν θα είσαι κοντά στο σπίτι σου».

     «Υπάρχει κάποιο μέρος που θα μπορούσα να πάω στο κολέγιο;»

     «Υπάρχει, αλλά είναι 3000 μίλια μακριά από εδώ».

     Έπρεπε να ισορροπήσω τα τρία χιλιάδες μίλια μακριά με το να αποκτήσω μια μόρφωση που θα μπορούσε να με βοηθήσει μετά την αποφυλάκισή μου να κάνω μια καλύτερη ζωή για μένα και την οικογένειά μου, ή να είμαι πιο κοντά στο σπίτι μου, ώστε να με επισκέπτεται η γυναίκα μου. Αποφάσισα για το πρώτο.

     Την επομένη με επισκέφτηκε η γυναίκα μου και της εξήγησα την κατάσταση. Συμφώνησε μαζί μου ότι θα ήταν καλύτερο να πάω στις φυλακές του McNeil Island στην πολιτεία της Ουάσιγκτον. Εξάλλου, από έναν φρουρό είχα μάθει ότι το μέρος εκεί ήταν πολύ καλύτερο απ’ το μέρος όπου ήμουν επειδή το χρησιμοποιούσαν για να στεγάσουν κρατούμενους που είχαν συνεργαστεί με την κυβέρνηση, επομένως πιο ασφαλές από το Lewisburg.

 

                              

IV

 

Μια εβδομάδα αργότερα, είχα φτάσει στο νησί McNeil. Η φυλακή  Ήταν ακριβώς δίπλα στο νερό. Γύρο της ένας συρμάτινος φράχτης με σύρμα φυλακής εμπόδιζε τους φυλακισμένους να φύγουν απ’ το χώρο της φυλακής. Το καλό ήταν ότι δεν είχε τσιμεντένιους φράχτες εφτά μέτρα ύψος και μπορούσες να απολαύσεις την θέα του νησιού και του νερού. Αυτό με έκανε να νιώσω καλύτερα αμέσως.

    Μετά από δύο εβδομάδες προσανατολισμού, με πήγαν σε έναν κοιτώνα όπου, την ίδια μέρα, γνώρισα ένα καλό παιδί, Ιταλό, και γίναμε φίλοι. Χωρίς καθυστέρηση, γράφτηκα στο Λουθηρανικό Πανεπιστήμιο του Ειρηνικού, το οποίο δίδασκε μέσα στη φυλακή και προσέφερε δύο πτυχία, κοινωνιολογία και ψυχολογία. Γράφτηκα στο πρόγραμμα ψυχολογίας. Ενθουσιάστηκα με αυτό. Ταυτόχρονα, είχα διοριστεί στο εργοστάσιο επίπλων και έβγαζα περίπου $170.00 το μήνα, από τα οποία τα 150 τα έστελνα στη γυναίκα μου. Στο μεταξύ, ο Τζέσιε, ο Ιταλός φίλος μου, μου ζήτησε να ενταχθώ στον ιταλικό σύλλογο.

    «Αλλά δεν είμαι Ιταλός», του είπα.

    «Κοίταξε, έχουμε αυτό το κλαμπ για να μπορούμε να βρισκόμαστε όλοι μαζί, αλλά χρειαζόμαστε έναν πολιτιστικό πρόεδρο για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της φυλακής. Το γεγονός ότι είσαι Έλληνας και είσαι στο πρόγραμμα κολλεγίων, λειτουργεί».

    «Εντάξει, θα το κάνω», του είπα. Έκανα κάποια έρευνα στη βιβλιοθήκη και από τότε δίδασκα στους Ιταλούς κρατούμενους την ιστορία της Ιταλίας και ξεκίνησα από την αρχή της Ρώμης.

    Είχα κάνει τώρα μερικούς φίλους. Αλλά δεν ένιωθα ασφαλής εξαιτίας τους, αλλά επειδή πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι ήμουν υπό την κάλυψη του Κυρίου. Από εκείνη την ημέρα, σταμάτησα να βλέπω τον φύλακα άγγελό μου.

    Πήγαινα συχνά στο παρεκκλήσι και από μια χριστιανική ομάδα που επισκέπτονταν τη φυλακή, έκανα φίλους με μια οικογένεια από την περιοχή Puget Sound και με επισκέπτονταν συχνά.

    Αλλά ο Σατανάς ήταν έτοιμος να με δοκιμάσει. Μια μέρα στη γραμμή του φαγητού, παρατήρησα έναν κρατούμενο απ’ την Χαβάη πολύ πιο σωματώδη από μένα, και ο οποίος υπηρετούσε 99 χρόνια, και βρισκόταν τέσσερα άτομα μπροστά από μένα στην γραμμή του φαγητού και μιλούσε με έναν άλλον φυλακισμένο. Με τον τρόπο που κοίταξαν προς τα μένα  κατάλαβα ότι του μιλούσε για μένα. Δεν μου άρεσε και ενεργοποίησα τις άμυνες μου. Πήρα το δίσκο μου και κοίταξα τριγύρω. Δεν είδα κανέναν φίλο μου στην τραπεζαρία. Τότε αποφάσισα να καθίσω σε ένα ελεύθερο τραπέζι.

    Λίγα λεπτά αργότερα, έρχεται στο τραπέζι μου και πήγε να καθίσει. Χωρίς κανέναν δισταγμό και με ένα θυμωμένο βλέμμα, σπρώχνω το δίσκο μου μπροστά του, ώστε να μην μπορεί να βάλει το δίσκο του στο τραπέζι και του είπα με σταθερά λόγια: «Περιμένω κάποιον». Ήταν μια πράξη Δαβίδ και Γολιάθ, αλλά ήξερα ότι ο Θεός με προστάτευε και δεν δείλιασα.

    «Εντάξει, Έλληνα, εντάξει», είπε, και σηκώθηκε και πήγε σε άλλο τραπέζι. Μετά από αυτό, δεν είχα άλλο απειλητικό περιστατικό.

    Ήμουν απασχολημένος, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο στο γήπεδο, και κάθε βράδυ πριν από το φαγητό, έτρεχα γύρω, γύρω απ’ το γήπεδο.

    Η γυναίκα μου έκανε τις διακοπές της κάθε καλοκαίρι και ερχόταν με τον γιο μου και περνούσε μια εβδομάδα μαζί μου στο επισκεπτήριο, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Επειδή ο δικαστής μού είχε δώσει μια ποινή που με έκανε δικαιούχο αποφυλάκισης ανά πάσα στιγμή υπό όρους, έπρεπε να περνάω από επιτροπή κάθε χρόνο. Η γυναίκα μου κανόνιζε τις διακοπές της για να είναι εκεί όταν η επιτροπή εξέταζε την περίπτωση αποφυλάκισης μου. Τον πρώτο χρόνο, με απέρριψαν όπως το περιμέναμε. Το ίδιο και τον δεύτερο. Τον τρίτο χρόνο κρατούσαμε την αναπνοή μας, αλλά με απέρριψαν ξανά.

    Μετά την ακρόαση, πήγα στο δωμάτιό μου. Η φυλακή είχε μια μονάδα με ωραία μονόκλινα δωμάτια έξω από το φράχτη, όπου στεγάζονταν κρατούμενοι με καλή συμπεριφορά, και που είχαν αποδείξει στοιχεία αποκατάστασης και πλησίαζε η ημερομηνία απελευθέρωσής τους. Με είχαν εγκρίνει παρά το γεγονός ότι δεν είχα ακόμη ημερομηνία απόλυσης. Πήγα στο δωμάτιό μου υπό κατάθλιψη.

    Κάθισα στην καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι μου και προσευχήθηκα.

    «Κύριε, ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν έγκλημα και πρέπει να τιμωρηθώ, αλλά θέλω να μου πεις πότε θα πάω σπίτι μου. Θα ανοίξω τη Βίβλο και τον πρώτο στίχο που θα δω να μου λέει πότε θα πάω σπίτι μου».

    Ο πρώτος στίχος που είδα ήταν ο Δανιήλ 9-24-7. «Έχουν καθοριστεί εβδομήντα εβδομάδες ...» Αυτό ήθελα να δω. Ήταν η απάντησή μου. Μέτρησα από εκείνη την ημέρα την ολοκλήρωση των εβδομήντα εβδομάδων, και έπεφτε στις 19 Δεκεμβρίου 1979. Πήγα στο επισκεπτήριο και συνάντησα τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε με ανυπομονησία.

    «Έχω καλά και κακά νέα», είπα. «Τι θέλεις πρώτα; »

    «Τα κακά».

    «Με απέρριψαν».

    «Σε απέρριψαν; Τότε ποια είναι τα καλά νέα; » είπε με καταβεβλημένο σαρκασμό.

    «Θα απελευθερωθώ στις 19 Δεκεμβρίου 1979», της είπα.

    «Και πώς το ξέρεις; »

    «Ο Κύριος μου το είπε».

    «Ναι, ναι», είπε και σιώπησε λυπημένη.

    Την επόμενη χρονιά, είδα ξανά την επιτροπή αποφυλάκισης, και αυτή τη φορά μου έδωσαν την ημερομηνία απολύσεώς μου.

    Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα, όχι λόγω της ημερομηνίας απελευθέρωσής μου, αλλά επειδή ο Κύριος είχε ακούσει την προσευχή μου και είχε ανταποκριθεί.

    Πήγα στο επισκεπτήριο και είδα τη γυναίκα μου. Προσποιήθηκα ότι με είχαν απορρίψει ξανά, αλλά δεν μπορούσα να το κρατήσω για πολύ.

    «Χαμογέλα», είπα. «Μου έδωσαν την ημερομηνία απολύσεώς μου.»

    «Στα αλήθεια;" είπε έκπληκτη.

    "Μάντεψε πότε είναι».

    «Πότε»; είπε εκείνη ανήσυχη.

    «19 Δεκεμβρίου 1979».

    Παρέμεινε παγωμένη με το στόμα ανοιχτό.

    «Μάθε να μην αμφιβάλλεις τον Θεό».

    Δεν απάντησε. Η γυναίκα μου δεν είχε δώσει ακόμα τη ζωή της στον Χριστό.

    Την άνοιξη του 1979 αποφοίτησα κι απ’ το κολέγιο. Το δεύτερο έτος αφότου ήμουν στο McNeil, το Πανεπιστήμιο του Puget Sound ήρθε και πρόσφερε πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων και αμέσως άφησα τις σπουδές της ψυχολογίας και χρησιμοποίησα τα μαθήματα της ψυχολογίας ως μαθήματα επιλεκτικά και αποφοίτησα την άνοιξη του 1979 με πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων.                 

 

   

V


Το επόμενο που έκανε ο Θεός για μένα ήταν να έρθουν τα πράγματα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην με απελάσουν. Το γραφείο μετανάστευσης ερχόταν κάθε χρόνο στην φυλακή και έκανε ακροάσεις σε κρατούμενους που δεν ήταν Αμερικανοί πολίτες. Ήμουν ένας από αυτούς, και για κάποιο περίεργο λόγο, κάθε χρόνο που ερχόντουσαν στην φυλακή να εκδικάσουν υποθέσεις απελάσεως φυλακισμένων, παράβλεπαν την υπόθεση την δική μου. Και όταν ήρθε η ημέρα απολύσεώς μου και δεν είχαν εκδικάσει την υπόθεσή μου, υποχρεωθήκανε να με απολύσουν στην Αμερική και πήγα στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου. Αμέσως, προσέλαβα έναν δικηγόρο μετανάστευσης και έβαλα εγγύηση στο δικαστήριο. Και πάλι κινήθηκαν πολύ αργά. Εκδίκασαν την υπόθεσή μου οκτώ χρόνια αργότερα, το 1988. Μέχρι τότε, είχαν γεννηθεί όλα τα παιδιά μου και η οικογένειά μου ήταν πλήρης. Ο δικαστής αφού εξέτασε την υπόθεσή μου, αποφάσισε ότι ήταν συμφέρον της Αμερικής να μου επιτρέψει να συνεχίσω να είμαι μόνιμος αλλοδαπός στις ΗΠΑ.  


                                                               ***


Μόλις αποφυλακίστηκα και άρχισα να εργάζομαι, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν οι φόροι που χρωστούσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Έτσι αποφάσισα να κάνω μια επίσκεψη στο ΔΟΕ στην Αλεξάνδρεια, VA. Συνάντησα τον κύριο Γουόρεν, οποίος όπως μου είπε ήξερε τα πάντα για την υπόθεσή μου.«Ήρθα να σας μιλήσω για το χρέος μου», είπα. «Στοιχηματίζω με πρόστιμα και τόκους ...» δεν τελείωσα την φράση μου. Κοίταξε τον υπολογιστή του και μου είπε: «Όχι και πολύ άσχημα. Είναι πενήντα-πέντε χιλιάδες».Ένας κόμπος ήρθε στον λάρυγγά μου. Το έντυπο παρακρατήσεων υπαλλήλων που είχα καταθέσει έξι χρόνια νωρίτερα, ήταν για σχεδόν τετρακόσιες χιλιάδες. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να επιμείνω.«Μόλις απολύθηκα. Όπως καταλαβαίνετε δεν έχω χρήματα τώρα».«Πήγαινε σπίτι σου», μου είπε. «Θα σου δώσω ένα χρόνο να στερεώσεις τα πόδια σου στο έδαφος».Τον ευχαρίστησα και έφυγα.Πήγα σπίτι και στο σαλόνι μου, γονάτισα και προσευχήθηκα: «Κύριε», είπα, «ελπίζω να μην περιμένεις να ξεπληρώσω αυτό το χρέος. Αν αυτό έχεις κατά νου, πρέπει να με φέρεις πίσω στη γη μερικές φορές, μια ζωή δεν είναι αρκετή για να πληρώσω τόσα χρήματα». Αν και μου είπε ότι χρωστούσα μόνο πενήντα πέντε χιλιάδες, πίστευα ότι ήταν θέμα χρόνου πριν βρουν και τα υπόλοιπα.


***


1981. Η επιχείρησή γυψοσανίδας και μπογιάς προχωρούσε και την άνοιξη του 1981, είχα μια υπεργολαβία για να κάνω μας εργασίες γυψοσανίδας στα «K-B Five» θέατρα στο Rockville MD. Ο Γενικός εργολάβος ήταν Εβραίος ονομαζόμενος Bob Bleacher από την Νέα Υόρκη, και το ίδιο και οι ιδιοκτήτες θεάτρου, Marvin and Steve Goldman, πατέρας και υιός, από το Potomac, Maryland. Τα θέατρα τα έχτιζαν μέσα στο εμπορικό κέντρο. Μια μέρα, είχαν κόψει το τμήμα μας οροφής του εμπορικού κέντρου για να κάνουν ένα άνοιγμα περίπου 15x15 για να σηκώσουν τον ημιώροφο για να στεγάσουν τον εξοπλισμό των θεάτρων. Πριν είχαν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν το έργο μας και να σφραγίσουν την οροφή, άρχισε να βρέχει. Δυνατές καταιγίδες ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη. Παίρνω μια κλήση από το γενικό εργολάβο. Το γραφείο του ήταν στη Νέα Υόρκη. Παρεμπιπτόντως, είχε πολύ βρώμικο στόμα.

     «Σταν», είπε, «έχω κόψει την ******** στέγη του εμπορικού κέντρου για να σηκώσω τον ******** ημιώροφο και η βροχή πέφτει μέσα στο *******εμπορικό κέντρο. Πάρε όσο περισσότερους άνδρες μπορείς και πήγαινε στη ********δουλειά και φτιάξτε ένα ******** περίβλημα για να σταματήσεις το ******** νερό να εισέρχεται στο ******** εμπορικό κέντρο.»     «Θα δω τι μπορώ να κάνω, Μπομπ», είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο.     Φόρτωσα την κλούβα μου με δοκάρια από το 84 Lumber και αγόρασα πλαστικά και μας προμήθειες, πήρα τέσσερις άντρες μαζί μου και πήγαμε μας κινηματογράφους υπό κατασκευή και αρχίσαμε να δουλεύουμε. Λίγο αργότερα, ο γενικός εργολάβος ήρθε από τη Νέα Υόρκη και ήταν πάνω στην σκεπή μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, ιδιοκτήτες των θεάτρων. Κοντεύαμε να τελειώσουμε το πλαίσιο, και χρειαζόμαστε καμιά ώρα ακόμα να το σκεπάσουμε με πλαστικό. Αλλά η καταιγίδα δεν περίμενε, ο ουρανός είχε μαυρίσει και μας πλησίαζε απειλητικά. Οι εβραίοι, απελπισμένοι, μας κοιτάζαν να δουλεύουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε.      Η βροχή που ερχόταν ήταν καταρρακτώδης, θα πλημύριζε το εμπορικό κέντρο και οι καταστηματάρχες θα μας ζητούσαν αποζημιώσεις. Σε λίγα λεπτά, μεγάλες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν στα γρήγορα. Δεν ξέρω τι μου συνέβη, αλλά χωρίς να το σκεφτώ, εντελώς αυθόρμητα, σηκώνω το χέρι μου και δείχνω με το δάχτυλό μου μας τα σύννεφα και φώναξα «Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, σε διατάσσω να σταματήσεις»!     Οι άντρες μου σταμάτησαν να δουλεύουν και με κοίταξαν για μερικά δευτερόλεπτα. Το ίδιο και οι ιδιοκτήτες του θεάτρου και ο γενικός. Βάζω στοίχημα ότι νόμισαν ότι μου είχε φύγει. Αλλά αυτό που συνέβη στη συνέχεια, κανείς δεν περίμενε να δει. Μια φούσκα δημιουργήθηκε πάνω από τα θέατρα. Η βροχή περνούσε από τα δεξιά και τα αριστερά, αλλά από πάνω μας, ούτε σταγόνα. Δεν κοίταξα να δω τα πρόσωπα των ανθρώπων που ήταν στην οροφή. Συνέχισα να δουλεύω. Είπα μόνο μας άντρες μου: «Έλα, προχωράτε». Μόλις τελειώσαμε και μπήκαμε μέσα στα θέατρα, η βροχή άρχισε να πέφτει και πάνω στα θέατρα. Την επόμενη μέρα, με πήρε τηλέφωνο ο γενικός εργολάβος. Αυτή τη φορά, ούτε μία βλαστήμια δεν βγήκε από το στόμα του.     «Σταν, θα είμαι στο Ρόκβιλ γύρω στο μεσημέρι. Θα ήθελα να βρεθούμε για μεσημεριανό».     «Με ευχαρίστηση, Μπομπ. Τηλεφώνησέ μου μόλις φτάσεις εκεί».     Συναντηθήκαμε και πήγαμε σε ένα εστιατόριο στο εμπορικό κέντρο. Μόλις καθίσαμε, μου είπε, «Σταν, ποιος είσαι; »      Γέλασα και του είπα, «είμαι μας απλός Χριστιανός που τυχαίνει να αγαπά τον Θεό…» και του έδωσα τη ομολογία μου. Λίγες μέρες αργότερα, ο γιος του ιδιοκτήτη κάλεσε εμένα και τη γυναίκα μου να δειπνήσουμε στο σπίτι του. Και πάλι μου έκαναν την ίδια ερώτηση και μας έδωσα την ίδια απάντηση. Μου ζήτησε να γράψω την ιστορία μας ζωής μου σε τρεις σελίδες και να του τη δώσω, και μας θα την έστελνε στον Σπίλμπεργκ για να την κάνει ταινία. Η γυναίκα μου αρνήθηκε. Δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί η προσωπική μας ζωή.


***


Δύο χρόνια μετά την αποφυλάκισή μου, ευημερούσα. Έχτιζα σπίτια και όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Τώρα ανησυχούσα ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει και να δεσμεύσει τους λογαριασμούς μου στην τράπεζα. Εν τω μεταξύ, ο κύριος Γουόρεν δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί μου. Τι κάνω λοιπόν τώρα; Να πάω πίσω σε αυτόν; Όχι, σκέφτηκα, δεν θέλω να ξυπνήσω έναν κοιμισμένο γίγαντα. Αντίθετα, συνάντησα δύο Εβραίους φορολογικούς δικηγόρους και τους εξήγησα την κατάστασή μου.«Αν ο γίγαντας κοιμάται, παρακαλώ μην τον ξυπνήσετε» είπα, αλλά αν είναι ξύπνιος, τότε κανονίστε να συμφωνήσουν να αποπληρώνω το χρέος σου σε μηνιαίες δώσεις που θα μπορώ οικονομικά να ανταποκριθώ, κάτι που θα μπορούσα να το αντέξω."Δύο εβδομάδες αργότερα, με ειδοποίησαν να πάω στο γραφείο τους. Το έκανα.«Τι είδους νέα έχετε για μένα»; Τους ρώτησα.«Δεν χρωστάς τίποτα στην εφορία», μου είπε ο δικηγόρος.«Με δουλεύετε»; Είπα.«Όχι, η εφορία δεν έχει κανένα αρχείο ότι τους χρωστάτε χρήματα».Σηκώθηκα και χόρεψα στο γραφείο τους και δόξασα τον Θεό. Τους είπα για την προσευχή που είχα κάνει και πότε την είχα κάνει. Ο άντρας έβαλε τα χέρια του στην άκρη του γραφείου του και κάθισε όρθιος σε μια στάση έκπληξης.«Είναι παράξενο" μου είπε, Τρεις μήνες αφότου προσευχηθήκατε, το Κογκρέσο ψήφισε έναν νέο νόμο που όριζε παραγραφή στις παρακρατήσεις εργαζομένων. Πριν από αυτό, η εφορία μπορούσε να εισπράξει από εσάς ακόμη και σαράντα χρόνια αργότερα. Ο καινούργιος νόμος ορίζει ότι εάν περάσουν έξι χρόνια και η εφορία δεν καταθέσει εμπράγματο εναντίον του οφειλέτη ή να τον οδηγήσει στο δικαστήριο, ή να τον υποχρεώσει να υπογράψει συμφωνία εξυπηρέτησης του χρέους σε μηνιαίες δώσεις, το χρέος του διαγράφεται και η κυβέρνηση δεν μπορεί να εισπράξει μια από τον χρεοφειλέτη. Και σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα από τα τρία. Πήγα σπίτι γεμάτος χαρά, όχι τόσο λόγω των χρημάτων, αλλά επειδή πίστευα ότι ο Κύριος είχε παρέμβει, ως αποτέλεσμα της προσευχής μου.



VI


1983. Ζούσαμε στην Οδό Parkton, Fort Washington, Maryland, για μερικά χρόνια. Όντας τόσο κοντά στον ποταμό Potomac και έχοντας την μαρίνα μόλις μισό μίλι μακριά. Νόμισα ότι ένα σκάφος θα πρόσθετε στην ψυχαγωγία της οικογένειάς μου και έψαξα να βρω ένα φτηνό σκάφος. Πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσει με άνεση μια επταμελή οικογένεια. Καινούργιο, κόστιζε πολλά που δεν τα μπορούσα οικονομικά. Βρήκα λοιπόν ένα ξύλινο σκάφος εννέα μέτρων, το οποίο ήταν σάπιο. Το αγόρασα για περίπου τριακόσια δολάρια. Εάν δεν το αγόραζα, θα το προσέθεταν στο σωρό των αχρήστων και θα το έκαιγαν. Έτσι, έφτιαξα ένα ειδικό ρυμουλκό για να το μεταφέρω σπίτι μου. Πήρα ένα διαφορικό αυτοκινήτου με ελατήρια από νεκροταφείο αυτοκινήτων, και έχοντας τον εξοπλισμό συγκόλλησης και γνωρίζοντας πώς να το χειριστώ, έφτιαξα ένα αυτοσχέδιο ρυμουλκό, μόνο πιο ψηλό από ένα επαγγελματικό. Με την μπογιατζίδικη μαύρη κλούβα μου, το ρυμούλκησα στο Φορντ Ουάσιγκτον και το στάθμευσα στον παράδρομο της αυλής μου και άρχισα να δουλεύω. Έβγαλα όλο το παλιό κόντρα πλακέ και επισκεύασα τα στεγνά σάπια μέλη του πλαισίου και άρχισα να επαναγκαταστώ θαλάσσιο κόντρα πλακέ για να γίνει ισχυρό και στεγανό.    Λίγους μήνες αργότερα, το είχα τελειώσει. Τέλος, ήμουν στη φάση της βαφής. Ήμουν στο κατάστρωμα με ένα κουτί μπογιάς στο χέρι και ένα πινέλο στο άλλο. Γλίστρησα και έπεσα με το κεφάλι πάνω στο τσιμεντένιο οδόστρωμα. Πώς γλίστρησα, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω. Ήταν σαν να με είχε σπρώξει κάποιος. Έπεσα από τρία μέτρα ύψος και προσγειώθηκα με το κούτελο στο τσιμεντένιο οδόστρωμα. Το λιγότερο που θα έπρεπε να μου είχε συμβεί έπρεπε να είχα σπάσει το σβέρκο μου, αντίθετα, έπαθα αμνησία σε αυτό που έβλεπα για περίπου μισή ώρα. Θυμάμαι ότι άκουσα τη σειρήνα του ασθενοφόρου, αλλά δεν θυμάμαι ότι είδα το ασθενοφόρο. Θυμάμαι ότι μίλησα με τους γιατρούς, αλλά δεν θυμάμαι να τους είδα. Μου ζήτησαν να πάω στο νοσοκομείο και το απέρριψα. Είπα ότι ήμουν καλά, εξάλλου δεν είχα κάλυψη υγείας εκείνη τη στιγμή. Μου έδεσαν το κεφάλι και έφυγαν.  Περπατούσα στην αυλή, προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ. Το δωδεκάχρονο αγόρι μου εκείνη τη στιγμή ήταν κολλημένο δίπλα μου. Περίπου μισή ώρα αργότερα, ένας μεσήλικας ήρθε προς το μέρος μου περπατώντας. Και έτσι ξέρω ότι η αμνησία μου κράτησε μισή ώρα γιατί αυτόν τον θυμάμαι.   

«Έχω κάτι που δεν μπορείς να το απορρίψεις», μου είπε.   

«Τι είναι αυτό»; του απάντησα.   

«Έχω ένα ασφαλιστήριο που εάν έχεις κανένα ατύχημα και τραυματιστείς δεν χάνεις το εισόδημά σου».     

Είχα μόλις ένα σοβαρό ατύχημα. Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί ή στην καλύτερη περίπτωση να είχα μείνει τετραπληγικός. Δεν με πήρε πολύ χρόνο να το σκεφτώ. Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα σταθερά «Άκου σε με φίλε, εγώ είμαι ασφαλισμένος από άνωθεν».     

Μου πιάνει το χέρι και το ταρακούνησε βίαια.

«Εσύ δεν χρειάζεσαι τίποτα», είπε ενθουσιασμένος.     

Τα ‘χασα. Μήπως δεν είναι καλά; αναρωτήθηκα. Γύρισα στον γιο μου για να του πω, τρελάκιας είναι; Πριν το πω, έστριψα δεξιά μου για να ρίξω άλλη μια ματιά σε αυτόν τον παράξενο άνθρωπο. Είχε εξαφανιστεί. Κοίταξα τριγύρω. Τίποτα. Θεέ μου, σκέφτηκα, βλέπω πράγματα. Έπρεπε να είχα πάει στο νοσοκομείο. Γύρισα στον γιο μου και του είπα: «υιέ μου, είδες έναν άντρα που μόλις τώρα μου έσφιξε το χέρι; »   

«Ναι, μπαμπά», μου είπε.   

Τι ανακούφιση, δεν έβλεπα πράγματα, ήμουν εντάξει.     

«Που πήγε;»    

«Μπαμπά, εξαφανίστηκε». Μετά ήρθαν όλα μαζί στο μυαλό μου.     

 «Γιε μου», του είπα, «νομίζω ότι είχαμε επίσκεψη από άγγελο Κυρίου. Ήρθε, δοκίμασε την πίστη μου, πήρε την απάντηση που ήθελε και εξαφανίστηκε για να μας δείξει ποιος ήταν».



VII


Το 1982, η γυναίκα μου ήταν έγκυος με τον τρίτο γιο μου. Ήμασταν καλεσμένοι σε μια χριστιανική συνάντηση στην Bethesda MD, περίπου 30 μίλια μακριά από το σπίτι μας χρησιμοποιώντας τον περιφερειακό. Φτάσαμε εκεί γύρω στις εννέα το βράδυ. Πριν σβήσω την μηχανή, παρατήρησα ότι ο μετρητής βενζίνης ήταν στο "E". Ω Κύριε, σκέφτηκα, δεν έχω βενζίνη, πώς θα επιστρέψω σπίτι; Δεν μπορούσα να οδηγήσω τριάντα μίλια στο «E». Στη συνέχεια, σκέφτηκα, θα πάω διαμέσου της πόλης, θα πάρω τη λεωφόρο του Κονέκτικατ και θα περάσω από το Capitol Hill, το πάρκο Anacostia, το Oxon Hill και μετά Ft. Washington. Θα βάλω βενζίνη σε ένα απ’ τα βενζινάδικα που ήταν στην Λεωφόρο Κονέκτικατ. Υπάρχουν πολλά βενζινάδικα εκεί.    Τελειώσαμε γύρω στη μία το πρωί και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κάθε βενζινάδικο που βλέπαμε ήταν κλειστό. Τώρα, τι κάνω; Πίσω από το Capitol Hill, εκείνη την εποχή, η περιοχή ήταν αρκετά επικίνδυνη. Είχα στο αυτοκίνητο την έγκυο σύζυγό μου, τον πρώτο μου γιο που ήταν 11, και τον δεύτερο γιο μου που δεν ήταν ακόμη ενός έτους. Η ιστορία του Προφήτη Ηλία και της χήρας ήρθε στο νου μου. Έβαλα το δεξί μου χέρι στο ταμπλό και προσευχήθηκα. «Κύριε, όπως τις ημέρες του Προφήτη Ηλία όταν έκανε το λάδι και το αλεύρι της χήρας να διαρκέσουν μέχρι να τελειώσει ο λιμός, έτσι προσεύχομαι να μην τελειώσει η βενζίνη στο αυτοκίνητό μου μέχρι που να φτάσω σπίτι μου. Αυτοκίνητο», είπα, «εις στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού σε διατάσσω να τρέχεις ακόμα και χωρίς βενζίνη». Φτάσαμε στο σπίτι χωρίς κανένα πρόβλημα. Την επομένη ήμουν σίγουρος ότι το αυτοκίνητο δεν θα άρχιζε. Προς έκπληξή μου, πήρε μπροστά. Το βενζινάδικο από το σπίτι μου απείχε περίπου ένα μίλι. Οδήγησα μέχρι το βενζινάδικο και μόλις βρέθηκα λίγα μέτρα μπροστά απ’ την αντλία της βενζίνης έσβησε η μηχανή. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που βίωνα την αγάπη του Θεού κατά αυτόν τον τρόπο, ήταν ένα εκπληκτικό συναίσθημα.    Μια άλλη φορά, οδηγούσα στον δρόμο πρόσβασης στο αεροδρόμιο Dulles. Στο αεροδρόμιο Dulles, υπάρχουν μερικά κτίρια γραφείων από μαύρο γυαλί. Ήμουν υπεργολάβος γυψοσανίδας σε ένα από αυτά. Μπήκα στον δρόμο πρόσβασης Dulles από το 495 και λίγα μίλια πάνω στον αυτοκινητόδρομο, παρατήρησα το μετρητή της βενζίνης στο "E". Τώρα; Έπρεπε να φτάσω εκεί γρήγορα. Δεν μπορούσα να μην βρίσκομαι στην σύσκεψη που είχα με τους ιδιοκτήτες του κτιρίου. Έτσι, έχοντας την εμπειρία να ταξιδέψω τριάντα μίλια με άδειο δοχείο βενζίνης, αποφάσισα να το κάνω ξανά, εκτός απ’ αυτό δεν είχα άλλη επιλογή. Προσευχήθηκα ξανά και έφτασα ξανά στον προορισμό μου, αφού τελείωσα τη σύσκεψή μου στο χώρο εργασίας, έβαλα βενζίνη απ’ το βενζινάδικο που βρίσκεται στο αεροδρόμιο και επέστρεψα στο γραφείο μου.    Στη συνέχεια, μια άλλη μέρα, στο 495, ακριβώς πριν μπω στο δρόμο πρόσβασης του αεροδρομίου Dulles, παρατήρησα το μετρητή βενζίνης ξανά στο "Ε". Αυτή τη φορά δεν βιαζόμουν. Ήταν πιο σημαντικό για μένα να μάθω αν το ντεπόζιτο βενζίνης είχε αρκετή βενζίνη στο απόθεμα ή ήταν άδειο και ο Θεός με προμήθευε για να φτάσω στον προορισμό μου εγκαίρως. Προσευχήθηκα λοιπόν. «Κύριε, αυτή τη φορά, σου ζητώ να μην παρέχεις και εάν το ντεπόζιτο είναι άδειο ας σβήσει η μηχανή. Θέλω να βεβαιωθώ ότι παρέχεις την προμήθεια βενζίνης στην ανάγκη μου ή υπάρχει ακόμα βενζίνη στο ντεπόζιτο."     Περίπου στη μέση το δρόμου η κλούβα μου έμεινε από βενζίνη. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος παρ’ όλο που θα έπρεπε να περπατήσω περίπου επτά μίλια μέχρι το βενζινάδικο για να πάρω βενζίνη. Γνωρίζοντας ακόμα τι έκανε ο Θεός, ήταν πιο σπουδαίο για μένα από τις ώρες που θα χρειαζόμουν να περπατήσω τα επτά μίλια για να πάω και επτά γυρίσω στο φορτηγό μου. Αλλά το πιο συναρπαστικό κομμάτι ήταν, δεν είχα περπατήσει πάνω από εκατό μέτρα, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στον ώμο της αντίθετης πλευράς του δρόμου το οποίο πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση από που πήγαινα εγώ. Ο οδηγός βγαίνει απ’ το αυτοκίνητό του και μου φωνάζει.     «Χρειάζεσαι βοήθεια»; Σήκωσα το δοχείο βενζίνης και έγνεψα καταφατικά για να του πω ότι χρειάζομαι τη βοήθειά του. Έφυγε και βγήκε στην πρώτη έξοδο και επέστρεψε στην πλευρά του αυτοκινητόδρομου που περπατούσα εγώ, με πήρε, και με πήγε στο βενζινάδικο στο αεροδρόμιο και με έφερε πίσω στο αυτοκίνητό μου. Κοίτα είπα μέσα μου, ο Πατέρας μου δεν με άφησε ούτε καν να περπατήσω.


***


Κατά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της, μια μέρα η γυναίκα μου έπεσε κάτω στην σκάλα του υπογείου και αιμορραγούσε.    «Νομίζω πως έχασα το μωρό», μου είπε κλαίγοντας.    «Σατανά», φώναξα, «κάτω τα χέρια το υιό μου!» Ήξερα ότι θα ήταν αγόρι, πώς το ήξερα, δεν το ξέρω. Απλά ήξερα. Ο τρίτος μου γιος γεννήθηκε υγιής.

   Μετά από όλα αυτά τα πράγματα που μου συνέβαιναν, ήθελα να μάθω γιατί ο Θεός έκανε όλα αυτά τα πράγματα στην ζωή μου. Δεν ήμουν κάτι ξεχωριστό. Έτσι αποφάσισα να νηστέψω μέχρι να μου πει ο Θεός το γιατί. Κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρά μου, και σταμάτησα να τρώω μόνο έπινα χυμό πορτοκάλι και νερό. Περνούσα τον χρόνο μου διαβάζοντας τη Βίβλο και προσευχόμουνα.

    Τρεις μέρες στη νηστεία μου, την τρίτη νύχτα είδα ένα όνειρο.  Ήμουν στην Ελλάδα στα χωράφια του Πατέρα μου. Ήταν μια μεγάλη έκταση που τα μάτια μου δεν μπορούσαν να δουν το τέλος. Έτσι ήξερα ότι αυτή η μεγάλη έκταση δεν ανήκε στον φυσικό μου πατέρα. Η περιουσία του φυσικού πατέρα μου δεν ξεπερνούσε τα 50 στρέμματα. Κοίταξα λοιπόν γύρω μου, και το έδαφος ήταν οργωμένο, αλλά δεν υπήρχε σπόρος, ούτε νερό. Λυπήθηκα και είπα, θα πάω να μάθω πώς να φτιάξω ένα σύστημα άρδευσης και θα επιστρέψω να ποτίσω τα χωράφια του Πατέρα μου. Ακόμα ονειρευόμουν, πήγα κάπου και επέστρεψα στο ίδιο σημείο. Τότε είδα σωρούς από σωλήνες, εκατομμύρια από αυτές και τέσσερις αντλίες. Αμέσως έπιασα δουλειά παίρνοντας τις σωλήνες και τις σύνδεα με τις αντλίες για να φτιάξω το σύστημα άρδευσης. Και μετά ξύπνησα.    Δεν κατάλαβα την έννοια του ονείρου, γι’ αυτό και συνέχισα να νηστεύω. Τρεις μέρες μετά είδα ένα άλλο όνειρο. Είδα ότι ήμουν σε ένα μέρος μόνος μου, νύχτα και άκουσα μια φωνή, «Γιατί νηστεύεις εφόσον εγώ στο είπα»;    Ξύπνησα και το όνειρο εξηγήθηκε στα μάτια μου. Τα χωράφια αντιπροσώπευαν τις καρδιές των ανθρώπων. Οι αντλίες, τα τέσσερα Ευαγγέλια, και οι σωλήνες, οι άνθρωποι. «Από την κοιλιά σας θα τρέξουν ποταμοί ύδατος ζώντος». Και έπρεπε να συνδέσω τους ανθρώπους με το Ευαγγέλιο του Χριστού, ώστε το Άγιο Πνεύμα να μπορεί να ρέει από μέσα τους.

 

VIII

 

Είχα την απάντησή μου και ήμουν έτοιμος να πάω στην Ελλάδα, αλλά είχα τέσσερα παιδιά εκείνη την εποχή. Τρία αγοράκια, το μεγαλύτερο δεκατρία, και οι άλλοι δύο, τρεις και δύο, και η κόρη μου μόλις είχε γεννηθεί. Απλώς δεν μπορούσα να τα εγκαταλείψω. Ούτε ο Κύριος πίστευα ότι με ήθελε να κάνω κάτι τέτοιο. Αλλά και η προς Τιμόθεον επιστολή Α 5:4 Γράφει, "Αλλά εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν και είναι απίστου χειρότερος." Η θέση του γονιού στην οικογένεια είναι προηγιασμένη και η εγκατάλειψη του μικρού παιδιού μεγάλη αμαρτία. Όταν ο Κύριος είπε όποιος αφήσει μάνα, πατέρα γυναίκα και παιδιά χάριν του ευαγγελίου θα βρει πολλά περισσότερα στον ουρανό. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι γενικευμένο. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Και στην δική μου την περίπτωση το έβλεπα σαν εξαίρεση. ΄Όχι μόνο αυτό, εάν το έκανα αυτό το πέμπτο μου παιδί δεν θα γεννιόταν ποτέ. Μετά, είχα φύγει απ’ το σπίτι του πατέρα μου από 15 χρονών. Ότι ξέρω σήμερα το έμαθα με δοκιμή και λάθος. Η ζωή μου υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη. Κάθομαι τώρα και κοιτάω προς τα πίσω και βλέπω ότι τα 70% της ζωής ήταν ζωή πόνου και κακουχίας. Εννιά απ’ αυτά στα μπουντρούμια τις Αμερικής. Κατά κανένα τρόπω δεν θα ήθελα τα παιδιά μου να εμπειρευτούν της εμπειρίες τις δικές μου

    Συνέχισα τις δουλειές μου ελπίζοντας ότι η επιχείρησή μου θα πήγαινε καλά γιατί θα είχα την ευλογία του Θεού και θα συγκέντρωνα αρκετά χρήματα για να μετακομίσω την οικογένειά μου στην Ελλάδα και να ξεκινήσω τη διακονία μου όπως είχε ορίσει ο Θεός.

    Στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή, δεν έκανα υπεργολαβίες αλλά έχτιζα σπίτια. Μια τράπεζα στο Άρλινγκτον, Βιρτζίνια, μου πρόσφερε μια εξαιρετική συμφωνία για να αναπτύξω ένα ακίνητο που είχαν στο Κλίντον, MD. Δεν είχα τα απαραίτητα χρήματα για να αναπτύξω μια ιδιοκτησία 35 οικοπέδων, αλλά μου γλύκισαν τη συμφωνία τόσο πολύ που δεν μπορούσα να την απορρίψω. Μου έδωσαν τα λεφτά για να αγοράσω το ακίνητο και επιπλέον μου έδωσαν δάνεια για να χτίσω τα σπίτια. Τι μπορούσε να πάει στραβά; Το ακίνητο συνδυάστηκε με ένα σπίτι στο Swan Creek Rd και Riverview Rd, στο Ft Washington, MD. Ήταν μια φανταστική συμφωνία. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω περισσότερα.

    Ήταν ένα παλιό σπίτι με δύο οικόπεδα. Πριν μετακομίσω ακόμα, αγόρασα ένα τετρακύλινδρο χορτοκοπτικό και πήγα να κόψω το γρασίδι. Το χορτοκοπτικό πέρασε πάνω από μια σφηκοφωλιά και ένα τσούρμο σφίγγες πετάχτηκαν από το έδαφος και μου επιτέθηκαν. Πηδάω από το χορτοκοπτικό και τρέχω προς το αυτοκίνητό μου. Είχα πάνω από σαράντα τσιμπήματα στο σώμα μου. Πήγα σπίτι μου στο Parkton Street και κάθισα στην ανακλινώμενη πολυθρόνα που είχα στο δωμάτιο αναψυχής και έβλεπα τηλεόραση. Μια λουρίδα φαγωμάρας περιτύλιξε το σώμα μου γύρω απ’ το στομάχι μου και το λαιμό μου. Ένιωσα ζαλισμένος. Εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνό μου που βρισκόταν στον πάγκο πίσω από την πολυθρόνα μου χτύπησε. Πήρα τον δέκτη και είπα: «Γεια».    «Πώς είσαι»? Με ρώτησε μια αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.    «Μόλις με τσίμπησαν καμιά πενηνταριά σφήκες και έχω φαγούρα γύρω στην μέση μου, στο στομάχι μου, και στο λαιμό μου. νιώθω κάπως ζαλισμένος».    «Τρέξε στο νοσοκομείο ή στην πλησιέστερη κλινική. Τώρα»!!! επέμεινε και έκλεισε το τηλέφωνο.

    Αμέσως μπήκα στο αυτοκίνητο και οδήγησα σε μια κλινική στο Oxon Hill. Εκεί μου έκαναν μια ένεση και με δια σωληνώσανε και ένιωσα καλύτερα. Περίπου μια ώρα αργότερα, μου επέτρεψαν να φύγω. Αν ο άνθρωπος αυτός δεν με είχε πάρει τηλέφωνο, δέκα λεπτά αργότερα, το σώμα μου θα είχε πάθει σοκ και θα είχα πεθάνει. Αυτός ο άνθρωπος μου είχε σώσει τη ζωή. Δεν ξέρω ποιος ήταν, δεν αναγνώρισα τη φωνή του, και δεν με ξανακάλεσε ποτέ. Θέλω να πιστεύω, αν ήταν κάποιος φίλος, γνωρίζοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, θα με έπαιρνε τηλέφωνο για να μάθει πώς τα πάω. Όποιος κι αν ήταν, στάλθηκε από τον Θεό.

    Αλλά μετά από αυτό, όλα άλλαξαν. Όλα έγιναν σκόνη. Τα σπίτια που έχτιζα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν ήταν κερδοφόρα αλλά μου απόφεραν ζημιές. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Και τότε η τράπεζα μου έδωσε τρία κατασκευαστικά δάνεια για να χτίσω τα τρία πρώτα σπίτια. Ήταν μια ανακούφιση που είχαν εισέλθει κάποια χρήματα στο λογαριασμό μου. Έσκαψα τις δύο πρώτες γούβες για να φτιάξω τα υπόγεια, και αμέσως γέμισαν με νερό. Είχα μόλις ανακαλύψει ότι η στάθμη του νερού ήταν περίπου πενήντα πόντους κάτω απ’ την επιφάνεια του εδάφους. Το συζήτησα με έναν μηχανικό.

    «Μήπως θα ήταν καλή ιδέα να τα φτιάξω με πλωτή πλάκα»; Ρώτησα. Ήξερα πώς να χτίζω σπίτια αλλά δεν ήμουν έμπειρος κατασκευαστής.    «Μπορείς» μου απάντησε.     Δεν μου εξήγησε όμως ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να στεγανοποιήσω τα υπόγεια. Έφτιαξα τα δύο πρώτα σπίτια και δεν μπορούσα να σταματήσω το νερό να μπαίνει μέσα στα υπόγεια. Έπρεπε να εγκαταστήσω τέσσερις αντλίες βάλτου, μία στην κάθε γωνία του υπογείου για να κάνω τα υπόγεια στεγανά. Τώρα, πως θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα σπίτια; Δεν θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω ούτε ως μοντέλα. Έπεισα την τράπεζα να μου δώσει άλλα τρία κατασκευαστικά δάνεια για να χτίσω άλλα τρία σπίτια χωρίς υπόγειο. Τα πούλησα γρήγορα πριν κατασκευαστούν. Πριν είχα την ευκαιρία να ολοκληρώσω το δεύτερο, μια γυναίκα επιθεωρητής από την PG County με βρήκε στη δουλειά.

    «Τα αστέρια μου με έστειλαν σήμερα εδώ», είπε, και απολάμβανε κάθε λέξη γεμάτη δηλητήριο που έβγαινε από το στόμα της.

    «Ποιο είναι το πρόβλημα;» τη ρώτησα ανησυχητικά.

    «Τα σχέδιά σας για τον έλεγχο των ιζημάτων σας παρακαλώ», είπε με σαρκασμό.

    Της έδωσα τον ρολό των σχεδίων και τον ξετύλιξε στον τοίχο του ρεμουλκόμενου γραφείου μου.

    «Αυτά τα σχέδια έχουν λήξει. Πρέπει να υποβάλετε νέα σχέδια στην νομαρχία», είπε και έβγαλε ένα κόκκινο αυτοκόλλητο και κώλυσε μια εντολή διακοπής εργασίας στο τρέιλερ κατασκευής.

    Πω, πω, έμεινα άναυδος. Ακριβώς όταν επρόκειτο να κάνω τη στροφή και να γίνει το έργο κερδοφόρο και να επιβιώσω, με σταμάτησε στα ίχνη μου. Δεν είχα σχεδόν καθόλου χρήματα, τίποτα πέρα ​​από το να μπορώ να αγοράσω φαγητό για την οικογένειά μου και να πληρώσω την υποθήκη. Πήγα στην τράπεζα που μου είχε δώσει το δάνειο κατασκευής για το έργο και τους εξήγησα ότι δεν θα μπορούσα πλέον να εξυπηρετήσω τα κατασκευαστικά δάνεια μέχρι να πάω σε μηχανικό, να σχεδιάσω νέα σχέδια και να τα υποβάλω στην νομαρχία. Το χειρότερο ήταν ότι δεν είχα χρήματα να πληρώσω ούτε τον μηχανικό.

    Με πήρε σχεδόν ένα χρόνο πριν λάβω τις νέες εγκρίσεις ελέγχου ιζημάτων και να μπορέσω να συνεχίσω την κατασκευή. Μόλις επρόκειτο να ξεκινήσω ξανά, η τράπεζα πωλήθηκε στην Meritor bank. Η νέα τράπεζα απαίτησε άμεσα να φέρω σε ισχύ τα δάνεια κατασκευής. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω αυτό, έτσι κατάσχεσαν την ιδιοκτησία και το σπίτι μου μαζί.

    Δεν είχα άλλη επιλογή από το να υποβάλω αίτηση πτώχευσης. Προσέλαβα έναν δικηγόρο και του έδωσα τρεις χιλιάδες δολάρια για να το κάνει. Στη συνέχεια, πήρα μια μικρή εργολαβία να εγκαταστήσω ξύλινα πατώματα σε ένα νέο σπίτι ενός δικηγόρου που έχτιζε στον κόλπο του Chesapeake. Αυτός θα έβαζε τα υλικά και εγώ τα εργατικά. Ζούσε σε ένα σπίτι που είχε στο Φορντ Ουάσιγκτον. Το σπίτι στο Chesapeake είχε τελειώσει και τον επόμενο μήνα θα μετακινούσε στην καινούργια του κατοικία. Συμφωνήσαμε λοιπόν να νοικιάσω εγώ το σπίτι του στο Fort Washington. Επειδή ακόμα έμενε μέσα δεν του ζήτησα να δω το σπίτι πριν του δώσω όλα τα λεφτά. Τελείωσα τη δουλειά και του έδωσα και $1800,00 για τον πρώτους δυο μήνες ενοικίου. Μόλις μετακίνησε στο καινούργιο του σπίτι, μου έδωσε τα κλειδιά για να πάω να μείνω στο παλιό του σπίτι.

    Έβαλα το κλειδί στην κλειδωνιά δυο μέρες αργότερα και άνοιξα την πόρτα. Μόλις μπήκα μέσα, έμεινα έκπληκτος, βρωμιά παντού, οι πόρτες του ντουλαπιών σπασμένες. Ήτανε σαν να είχε περάσει οδοστρωτήρας. Δεν μπορούσα να μετακομίσω μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση. Πήγα σπίτι σε πλήρη απόγνωση. Του ζήτησα να το φτιάξει πριν μετακινήσω, κι αυτός αρνήθηκε. Του ζήτησα να μου επιστρέψει τα χρήματά μου και πάλι αρνήθηκε. Κάθισα σε μια καρέκλα στην κουζίνα μου σαν χαμένος. Περίμενα να δω τον σερίφη να χτυπάει την πόρτα μου ανά πάσα στιγμή για να με πετάξει έξω. Και όταν τα πράγματα ήταν τόσο ζοφερά, με παίρνει τηλέφωνο ένας Έλληνας που είχα συναντήσει πριν λίγο καιρό.

    «Στέλιο, πώς είσαι»;

    «Γιώργο, δεν τα πάω καλά…» είπα και του εξήγησα την κατάστασή μου. «Το χειρότερο», συνέχισα, «είναι ότι μετά την πτώχευση η πίστωσή μου έχει κλείσει, και ποιος θα μου δώσει ενοικιαστήριο»;

    Υποθέτω ότι συγκινήθηκε με την κατάστασή μου και είπε: «Πήγαινε να βρεις ένα σπίτι και θα πάρω το ενοικιαστήριο στο όνομά μου».

    Τον ευχαρίστησα και ένιωσα καλύτερα, αλλά η πίστη μου είχε δοκιμαστεί υπερβολικά. Και ούτε κατάλαβα ότι ο Θεός είχε στείλει τον Γιώργο να με βγάλει και από αυτήν την δύσκολη στιγμή. Βρήκα ένα σπίτι στο Virginia και μετακόμισα εκεί.

 


IX

 

Εκείνη την εποχή ο ίδιος ο εργολάβος που είχε χτίσει τα θέατρα K-B Five ήταν επίσης ο κατασκευαστής δώδεκα θεάτρων στην Αλεξάνδρεια Βιρτζίνια στη Λεωφόρο «Ένα». Εκεί έδωσα προσφορά να φτιάξω και τα σκυροδέματα. Νόμιζα ότι είχα αποκτήσει αρκετή εμπειρία στα σκυροδέματα κάνοντας τη συγκεκριμένη εργασία στα σπίτια που είχα χτίσει και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να εκπεραιώσω κι αυτό το έργο. Προσέλαβα δύο επιστάτες έμπειρους και προχωρήσαμε στο έργο. Αλλά η δουλειά δεν πήγαινε καλά, κυρίως λόγω έλλειψης εργατικού προσωπικού. Με απείλησαν ότι θα με έδιωχναν απ’ την δουλειά για αθέτηση συμβολαίου. Αγχώθηκα στα άκρα. Τέλος, είχαμε στήσει τα πανέλα σε όλους τους τοίχους χαμηλότερου επιπέδου και είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε τα μπετά. Τα πράγματα έδειχναν να βελτιώνονται. Οι επιστάτες μου ελέγξανε όλα τα μάνταλα που σύνδεαν τα πανέλα το ένα με το άλλο και αρχίσαμε να ρίχνουμε. Σε ένα μέρος οι τεχνικοί ξέχασαν να ελέγξουν ένα μάνταλο και τα πανέλα ανοίξανε και το μπετό χύθηκε μέσα στο υπόγειο. Οι επιστάτες μου είχαν  επιθεωρήσει όλα τα μάνταλα πριν αρχίσουν να ρίχνουν το μπετό, αλλά ένα το ξέχασαν. Αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος και πολύ οδυνηρό.    Tώρα, ήξερα ότι είχα τελειώσει. Τα ‘χασα. Γύρισα και κατηγόρησα τον Θεό για τις συμφορές μου και άρχισα να βρίζω σαν μεθυσμένος ναύτης.

    Από εκείνη την ημέρα και μετά, σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία. Δεν σταμάτησα να πιστεύω στον Θεό, συνέχισα να πιστεύω. Ήμουν όμως σαν ένας γιος του οποίου ο πατέρας του λέει να κάνει κάτι και αυτός κάνει το ακριβώς αντίθετο. Τώρα που το σκέφτομαι, νιώθω τόσο ντροπή. Μετά από ότι είχε κάνει ο Θεός για μένα, γύρισα την πλάτη μου σε Αυτόν. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το έκανα, και ναι το έκανα. Ακόμη και τριάντα-πέντε χρόνια αργότερα, δυσκολεύομαι να συγχωρήσω τον εαυτό μου.

    Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα για μένα αλλά κυρίως για τη γυναίκα μου. Είχαμε πέντε παιδιά και η γυναίκα μου για να επιβιώσουμε έπρεπε να δουλέψει. Ήταν αρκετά δύσκολο για αυτήν και τα οικονομικά μας προβλήματα δημιούργησαν αρκετές διαφωνίες μεταξύ μας. Η σχέσεις μας κόντευαν να διαλυθούν, αλλά και οι δύο αγαπούσαμε τα παιδιά μας πάρα πολύ και ούτε καν μπορούσαμε να σκεφτούμε διαζύγιο. Δεν ήταν μόνο άσχημες στιγμές αλλά φρικτές.

 

***

 

    Το 1986 ο πεθερός μου πέθανε και άφησε ένα σπίτι χωρίς υποθήκη στα τέσσερα παιδιά του. Επειδή κανείς δεν ήθελε να μετακομίσει εκεί, πρότεινα στη γυναίκα μου να μετακομίσουμε εμείς. Εκείνη συμφώνησε και το κάναμε. Ο ένας αδερφός της που είχε το 50% της ιδιοκτησίας και η αδερφή της δεν μας ζήτησαν ενοίκιο και ήταν μια τεράστια ανακούφιση για εμάς.

 

    Στα μέσα του 1991, έπιασα δουλειά ως μεσίτης στεγαστικών δανείων και εκπαιδεύτηκα. Αφού ήμουν πλήρως εκπαιδευμένος, τα πράγματα φαινόταν να αλλάζουν. Δεδομένου ότι είχαμε οικονομική κατάρρευση και χρειαζόμουν ένα αυτοκίνητο, αγόρασα ένα Pontiac firebird 1973 για διακόσια δολάρια. ήταν σε άσχημη κατάσταση και είχα αρχίσει να το επισκευάζω. Ήταν ένα θέαμα. Τελικά το έκανα οδηγίσιμο, αλλά είχα πολλά πράγματα να του φτιάξω ακόμα.

    Μια μέρα, είχα φύγει από ένα ραντεβού που είχα στην Κολούμπια του Μέριλαντ και οδηγούσα στον αυτοκινητόδρομο 32. Έβρεχε και οδηγούσα περίπου 60-65 μίλια την ώρα. Ακριβώς κάτω από μια γέφυρα, τα λάστιχα γλίστρησαν και ξαφνικά αντιμετώπισα τον τσιμεντένιο τοίχο της γέφυρας που ήμουν από κάτω. Γύρισα γρήγορα το τιμόνι προς την αντίθετη κατεύθυνση και το αυτοκίνητο άρχισε να περιστρέφεται στον αυτοκινητόδρομο και κατέληξε στο μέσον του αυτοκινητοδρόμου, μεταξύ την άνοδο και την κάθοδο. Εκεί ήταν ένα χαντάκι με άφθονο γρασίδι. Προσπάθησα αργά να το βγάλω από εκεί, αλλά τα ελαστικά περιστρέφονταν και δεν μπορούσαν να πάρουν αρκετή πρόσφυση ώστε το αυτοκίνητο να βγει. Θεέ μου, είπα, η αστυνομία θα έρθει τώρα και θα μου δώσει εντολή επισκευής ένα μίλι μήκος. Έτσι προσευχήθηκα για πρώτη φορά μετά από περίπου πέντε χρόνια. Κύριε Ιησού Χριστέ, στείλε μου κάποιον να με βοηθήσει να βγάλω το αυτοκίνητο από το χαντάκι. Τώρα, έβρεχε και ποιος θα σταματούσε μέσα στη βροχή για να με βοηθήσει; Σχεδόν αμέσως μετά ένα φορτηγό σταμάτησε στην λουρίδα ασφαλείας του αυτοκινητοδρόμου. Δύο άντρες βγήκαν έξω και με πλησίασαν. Με κοίταξαν μούσκεμα καθώς ήμουν και δεν δίστασαν να βραχούν κι αυτοί.    «Τι σου συνέβη;» με ρώτησαν.    «Γλίστρησα κάτω από τη γέφυρα και κατέληξα εδώ», είπα.     «Μπες μέσα και βάλε μπροστά και πήγαινε αργά», μου είπε ο ένας.    Το έκανα, και αυτοί έσπρωξαν το αυτοκίνητο, και βγήκε από το χαντάκι και επέστρεψε στο οδόστρωμα. Τους ευχαρίστησα και έφυγα. Το γεγονός που ήμουν μούσκεμα τώρα δεν είχε σημασία. Ένιωσα το χέρι του Θεού να επεμβαίνει για λογαριασμό μου και είχα μια πνευματική αναγέννηση εκείνη την ημέρα. Την επόμενη μέρα, κατέθεσα την αμοιβή μου στην τράπεζα και οδηγούσα στον αυτοκινητόδρομο 495 στο Greenbelt δίπλα στο ξενοδοχείο Marriott. Ήμουν στη δεξιά λωρίδα και δίπλα μου ένα δεκάτροχο γκρίνιαζε από το φορτίο. Εκείνο το κρίσιμο λεπτό το δεξί μπροστινό λάστιχο έσκασε. Εύκολα θα μπορούσα να είχα χάσει τον έλεγχο και να γλιστρούσα κάτω από το δεκάτροχο. Διατήρησα τον έλεγχο και οδήγησα το αυτοκίνητό στην λουρίδα ασφαλείας, σταμάτησα και άλλαξα το λάστιχο. Την επόμενη μέρα, πάλι, στην ίδια τοποθεσία, η ίδια κατάσταση, οδηγώντας δίπλα σε ένα άλλο δεκάτροχο, το άλλο μου λάστιχο έσκασε. Ο Σατανάς ήταν αποφασισμένος να με τελειώσει. Αλλά ο Θεός με βοήθησε ξανά. Οδήγησα το αυτοκίνητό στην λουρίδα ασφαλείας και κάθισα πίσω από το τιμόνι χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Δεν είχα ασφάλεια για να καλέσω οδική βοήθεια. Και την ρεζέρβα δεν τη είχα φτιάξει από το χθεσινό σκάσιμο. Ο μισθός μου δεν είχε εκκαθαρίσει να πάω στην τράπεζα για να βγάλω χρήματα. Ζούσαμε στη Βαλτιμόρη και η γυναίκα μου ήταν στη δουλειά. Βγήκα από το αυτοκίνητο και πήγα στο ξενοδοχείο Marriott για να βρω ένα τηλέφωνο. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο γραφείο στο Camp Springs όπου δούλευα για να δω αν κάποιος από τους συναδέλφους μου θα μπορούσε να έχει την καλοσύνη να έρθει να με πάρει. Ήλπιζα να πάρω κάποια χρήματα από το αφεντικό μου και να επιστρέψω και να φτιάξω το λάστιχο. Το λάστιχο δεν ήταν επισκευάσιμο, θα χρειαζόμουν καινούργιο.

    Κανένας δεν προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Και τώρα τι κάνουμε; Το Camp Springs ήταν περίπου είκοσι έως είκοσι πέντε μίλια μακριά από εκεί. Αυτή τη στιγμή οι σκέψεις μου ήταν εντελώς μπερδεμένες. Η επόμενη σκέψη μου δεν είχε νόημα. Είπα, θα περπατήσω στο Camp Springs. Είχα το κλειδί του γραφείου, θα κοιμόμουν εκεί και το επόμενο πρωί θα έπαιρνα προκαταβολή από το αφεντικό μου και θα επέστρεφα για να φτιάξω το αυτοκίνητο. Ήταν περίπου 4:00 το απόγευμα όταν συνέβη αυτό. Θα πήγαινα στο Camp Springs γύρω στα μεσάνυχτα. Ήταν ανόητο διότι θα μπορούσα να περιμένω στο αυτοκίνητο μου για μερικές ώρες και να τηλεφωνήσω στη γυναίκα μου για να έρθει να με πάρει. Αλλά όπως είπα η σκέψεις μου ήταν παράλογες. Όχι μόνο αυτό, ο πρώτος μισθός μου ήταν περίπου πέντε χιλιάδες δολάρια, και την ημέρα που πήρα τον μισθό μου, η εφορία είχε κάνει παρακράτηση για φόρους που χρωστούσα από τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις. Το χρέος μου στην εφορία ήταν περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες. Ήταν ένα σοκ για μένα. Το αφεντικό μου, μια ωραία κυρία, κατάλαβε το πόσο χρειαζόμουν αυτά τα χρήματα, έτσι πλήρωσε τη παρακράτηση και μου έδωσε τον μισθό μου. Φυσικά, την πλήρωσα με τον επόμενο μισθό, αλλά έσωσε τη μέρα. Επιστρέφοντας τώρα σε αυτήν και ζητώντας της μια επιπλέον προκαταβολή, θα μπορούσε πολύ εύκολα να μου αρνηθεί.    Το αυτοκίνητό μου το είχα σταθμεύσει στην λωρίδα ασφαλείας κατευθυνόμενο προς βορά. Το Camp Springs ήταν νότια. Διασχίζω τον αυτοκινητόδρομο και με το σακάκι μου στον ώμο και τον χαρτοφύλακά μου κρεμασμένο, από τα άλλο χέρι, άρχισα να περπατώ στη λωρίδα ασφαλείας πηγαίνοντας προς το Camp Springs. Τότε μου ήρθε η σκέψη να προσευχηθώ ξανά.     «Κύριε», είπα, «σε παρακαλώ ας σταματήσει κάποιος να με πάρει». Δεν είχα περπατήσει πενήντα μέτρα και ένας μαύρος άνδρας σε ένα αγροτικό σταματά και φωνάζει από μέσα: «Πού πας; Θες βοήθεια»?

    «Αστειεύεσαι; Το ρωτάς»;

    «Πού πηγαίνεις»; Ρώτησε.

    «Κάμπινγκ Σπρινγκς», είπα.

    «Μπες μέσα», μου είπε αυτός.

    Μπήκα μέσα και άρχισε να οδηγεί προς το Camp Springs.

    «Ο Θεός είναι καλός», του είπα. «Μόλις προσευχήθηκα να μου στείλει κάποιον να με πάρει, και εδώ είσαι εσύ».

    Γέλασε και μου λέει «πίστεψε το. Δεν πάω στο Camp Springs, αλλά στο Rockville, αλλά κάθε φορά που παίρνω την έξοδο για να πάω βόρεια, καταλήγω στη λάθος έξοδο και πηγαίνω νότια. Είναι η τρίτη φορά που μου συμβαίνει. Άφησε με να σε πάω στο Camp Springs και ίσως βρω το δρόμο για να πάω σπίτι μου». Τι θα μπορούσα να πω; έμεινα άναυδος.

    Καθώς οδηγούσαμε, του εξήγησα την κατάσταση με το αυτοκίνητό μου και την κατάσταση με τον μισθό μου.

    «Ακόμα καλύτερα», είπε, «πάμε να φτιάξουμε το αυτοκίνητό σου».

    «Δεν νομίζω ότι με ακούσατε, έχω μόνο δέκα δολάρια σε μετρητά πάνω μου και το βιβλιάριο επιταγών μου, αλλά η αμοιβή μου δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα, οπότε δεν μπορώ να κάνω ανάληψη από την τράπεζα».

    «Μην ανησυχείς, έχω χρήματα», μου είπε.

    Δεν μπορούσα να βρω λέξεις να εκφραστώ. Βγήκε στην πρώτη έξοδο και γύρισε και μπήκε στο 495 πηγαίνοντας βόρεια. Φτάσαμε στο αυτοκίνητό μου και εκείνος στάθμευσε στην λουρίδα ασφαλείας πίσω του. Πήρε το γρύλο του από το φορτηγό του, έβγαλε το λάστιχο απ’ το αυτοκίνητό μου, το έβαλε στο φορτηγό του και οδήγησε στην επόμενη έξοδο, που είναι η Λεωφόρος « Ένα» του Μέριλαντ, και μόλις μπήκαμε στον δρόμο, αμέσως στα δεξιά, ήταν ένα βενζινάδικο που έκανε και επισκευές. Μπήκαμε μέσα και βγήκαμε από το αγροτικό του και πλησίασα τον μηχανικό στον κόλπο επισκευής του βενζινάδικου. Τον ρώτησα αν είχε ένα λάστιχο στο μέγεθος του δικού μου. Πλησίασε το αγροτικό του φίλου μου και διάβασε τους αριθμούς στο πλάι του λάστιχου και γύρισε πίσω στον κόλπο επισκευών και κοίταξε στο ράφι με τα καινούργια λάστιχα που είχε εκεί.

    Γύρισε και μου είπε: «Ναι, το έχω».

    «Πόσο κάνει»;

    «Εξήντα πέντε», είπε αυτός.

    «Δέχεστε επιταγές»; τον ρώτησα.

    «Όχι λυπάμαι».

    «Ας πάμε σε ένα άλλο βενζινάδικο», είπα στον άντρα που ήταν μαζί μου. Και γυρίσαμε να φύγουμε.

    «Ένα λεφτό», είπε ο μηχανικός, «δείξτε μου την επιταγή σας».

    Έβγαλα το βιβλιάριο επιταγών μου από την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου και του το έδειξα.

    «Θα στο φτιάξω», μου είπε.

    Δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου, ο ιδιοκτήτης βρισκόταν μέσα στο γραφείο του και παρακολουθούσε μέσα από ένα γυάλινο χώρισμα που χώριζε το γραφείο και τον χώρο επισκευών. Βγαίνει έξω και με αυστηρή φωνή λέει στον μηχανικό του: «Σου είπα ότι δεν δεχόμαστε επιταγές».

    Ο μηχανικός γυρίζει και απαντά στο αφεντικό του «Αν επιστρέψει αυτή η επιταγή, αφαίρεσε τα λεφτά από τον μισθό μου», και προχώρησε να βγάλει το παλιό λάστιχο απ’ την ζάντα και να βάλει το καινούργιο.

    Είχα μείνει άναυδος. Δεν είχα δει ποτέ αυτούς τους άνδρες στη ζωή μου, ο ένας ήταν εθελοντής να με πάει πενήντα μίλια έξω απ’ τον δρόμο του, ακόμα και να μου δώσει χρήματα να φτιάξω το λάστιχο, και ο άλλος ήταν πρόθυμος να καλύψει την επιταγή μου από τον μισθό του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το Άγιο Πνεύμα ήταν πίσω από αυτό. Ήμουν στα σύννεφα που επιπλέουν κάπου. Ο Κύριος με είχε πάρει πίσω, και αυτή τη φορά θα κολλούσα σε αυτόν σαν λεύκα. Δεν θα θύμωνα ποτέ μαζί του όσο σκληρά και αν με δοκίμαζε ξανά.

 


Χ

 

Και ήρθε μια άλλη δοκιμή, πολύ πιο οδυνηρή από αυτή που απέτυχα.     Επιστρέφοντας απ’ την ανταρσία μου εναντίον του Επουράνιου Πατέρα μου, δεν νιώθω παρά μόνο ντροπή. Πώς θα μπορούσα να το κάνω αυτό μετά από όλα όσα είχε κάνει ο Θεός για μένα; Που είχε δείξει την υπερβολική αγάπη που είχε, και έχει για μένα, και δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να τον πληγώσω. Ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω.

    Είχα έναν φίλο στο Νιου Τζέρσεϋ και τις ημέρες της ανταρσίας μου, με παρακαλούσε να μετανοήσω και να επιστρέψω στον Κύριό μου τον Ιησού Χριστό, αλλά δεν ήθελα να τον ακούσω με τίποτα. Αφού εγώ, ο άσωτος γιος, επέστρεψα στον Πατέρα μου, πήγα στο Νιου Τζέρσεϋ να επισκεφτώ ξανά τον φίλο μου. Προς έκπληξή μου, κι αυτός τώρα περνούσε κάποιες δυσκολίες και είχε επαναστατήσει ενάντια στον Θεό, και τώρα ήταν σειρά μου να τον παρακαλώ να μετανοήσει και να επιστρέψει στο Πατέρα μας τον Επουράνιο, όπως κι εγώ, δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. Έφυγα και επέστρεψα στη Βαλτιμόρη. Λίγο αργότερα μου είπαν ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή. Είχε μετανοήσει πριν πεθάνει; Δεν γνωρίζω. Ελπίζω να το είχε κάνει.

 

***

 

Η καριέρα μου ως μεσίτης δανείων απογειώθηκε, η γυναίκα μου παράτησε τη δουλειά της για να αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών μας και τα πράγματα φαίνονταν υπέροχα. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησα μια μικρή δική μου εταιρεία στεγαστικών δανείων. Πριν φύγω από την εταιρεία στην οποία εργαζόμουν και ξεκινήσω τη δική μου επιχείρηση, προσευχήθηκα και είπα: «Κύριε, ξέρω ότι με προορίζεις για την Ελλάδα. Έτσι, αν ξεκινήσω αυτήν την εταιρεία και την ευλογήσεις, θα μπορέσω να βγάλω αρκετά χρήματα για να πάω στην Ελλάδα και να ξεκινήσω τη διακονία που θα εκπληρώσει το όνειρο που μου έδωσες όταν ζούσαμε στην οδό Parkton Street στο Ft. Ουάσιγκτον, MD.

    Για να ξεκινήσεις μια μεσιτική εταιρεία στεγαστικών δανείων, πρέπει να έχεις συμφωνίες ανταπόκρισης με τράπεζες που θα συμφωνούν να αγοράσουν τα δάνεια σου. Είχα μια λίστα με επτά ή οκτώ τράπεζες και ήμουν στο υπνοδωμάτιό μου στο σπίτι μας στη Βαλτιμόρη όταν ρώτησα το Θεό σχετικά. Συνέχισα την προσευχή μου και είπα: «Κύριε, αν θέλεις να ξεκινήσω αυτή την επιχείρηση, δώσε μου ένα σημείον, και το σημείο που θέλω είναι ότι ο επόμενος δανειστής που θα καλέσω, να συμφωνήσει να υπογράψει συμφωνία αγοράς δανείων μαζί μου».    Μέχρι στιγμής είχα καλέσει τέσσερις ή πέντε από αυτούς και κανείς δεν ήθελε να υπογράψει τέτοια συμφωνία με έναν αρχάριο. Έτσι, ο επόμενος δανειστής που κάλεσα ήταν το Loan America. Ο εκπρόσωπος απάντησε: «Στείλε μου τα δάνειά σου, θα τα αγοράσω, και θα σου στείλω το συμφωνητικό».

    Ήταν το σημάδι μου. Άμεσα καταθέσαν τα χαρτιά στην κυβέρνηση για να πάρω την άδεια μου.

    Η εταιρεία απογειώθηκε και για πρώτη φορά στο γάμο μας, η γυναίκα μου είχε αρκετά χρήματα. Οι καυγάδες μας τελείωσαν και αρχίσαμε να έχουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Επιστρέψαμε στην εκκλησία και δραστηριοποιηθήκαμε αρκετά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Βαλτιμόρη.

    Ήταν τώρα 1992, και μια μέρα έβαλα τα μικρά μου στη σειρά μπροστά μου, το μεγαλύτερο ήταν έντεκα, το μικρότερο πέντε. Ο ποιο μεγάλος ήταν είκοσι είκοσι-ένα και έμενε μόνος του. Τους είπα: «Ξέρετε παιδιά ότι εγώ και η μαμά δουλεύουμε για να σας μεγαλώσουμε και ακόμη και να εξοικονομήσουμε αρκετά χρήματα για να σας στείλουμε στο κολέγιο όταν μεγαλώσετε»;    «Ναι, μπαμπά», απάντησαν οι δυο πιο μεγάλοι.

    «Λοιπόν, εσείς τι κάνετε για εμάς;»

    Μαζέψανε τους μικρούς τους ώμους και έκλιναν το κεφάλι τους να δείξουν ότι δεν είχαν ιδέα.     «Από εδώ και πέρα ​​θα κάνετε κάτι για εμάς».

    «Ναι, μπαμπά», απάντησαν με ενθουσιασμό.

    «Κάθε Κυριακή απόγευμα, δεν θα βγαίνετε έξω να παίξετε με τους φίλους σας, θα μείνετε σπίτι, θα τρώμε το δείπνο μας και μετά θα μελετάμε το Ευαγγέλιο, θα προσευχόμαστε, και μέχρι να τελειώσουμε, θα είναι ώρα να πάτε για ύπνο».

    «Ναι, μπαμπά», απάντησαν σχεδόν ομόφωνα ενθουσιασμένα.

    Το ξεκινήσαμε αυτό και το κρατήσανε μέχρι να παντρευτεί ο δεύτερος γιος μου και η κόρη μου το 2007. Ο αντίκτυπος ήταν μια τεράστια ευλογία για τα παιδιά μου και για την οικογένεια μου.

 

***

 

    Το 1994, Ο τρίτος μου υιός από μικρουλάκι είχε δυσανεξία στην λακτόζη. Δεν μπορούσε να φάει τίποτα χωρίς να παίρνει χάπια. Εάν έτρωγε κάτι που είχε μέσα γάλα, τυρί, ή αβγά τον έπιανε αμέσως πονόκοιλος και διάρροια. Όταν έγινε γύρω στα δώδεκα χρονών, μια μέρα πάω σπίτι και μου λέει η μάνα του, «πρέπει να μιλήσεις στο παιδί».

    "Τι συμβαίνει»; Την ρώτησα.

    «Θα σου πει αυτός», μου απάντησε.

    Πήρα το παιδί και ανεβήκαμε πάνω στο δωμάτιό μου και τον κάθισα στο άκρη του κρεβατιού.    «Τι συμβαίνει παιδί μου»; Τον ρώτησα.

    Άρχισε να κλαίει και μου λέει, «Πατέρα, εγώ πιστεύω, γιατί δεν με θεραπεύει ο Θεός»;

    Τι απάντηση δίνεις τώρα σε ένα παιδάκι 12 χρονών. Και εγώ του εξήγησα τι εννοεί «Θυσία ενέσεως» που λέμε στην εκκλησία. Το αποδέχτηκε και σταμάτησε να κλαίει. Eγώ έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι του και προσευχήθηκα στον Θεό να τον κάνει καλά.

    Aυτός συνέχισε να παίρνει το χάπι του πριν φάει. Δύο εβδομάδες αργότερα καθίσαμε να φάμε και λέει, «Δεν θα πάρω το χάπι μου σήμερα».

    Όπα! σκέφτηκα, αλλά λέω μέσα μου, καλύτερα να μην πω τίποτα και αποδυναμώσω την πίστη του. Αυτός είχε δει την διαφορά και για αυτό το έκανε. Δεν πήρε το χάπι του και ούτε το ξαναπήρε, και τρώει τα τυριά του, τα γάλατα του και της πίτσες του χωρίς κανένα πρόβλημα. Αλληλούια!

    Το 2002, Ο υιός μου ο δεύτερος διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας. Ήταν 20 χρονών. Όλοι η οικογένεια βρέθηκε μπροστά σε ένα φοβερό συγκλονισμό, αλλά εγώ διαλύθηκα. Θυμήθηκα την μάνα μου. Όταν ήμουνα 10 χρονών με έπιασε ρευματικός πυρετός και μου έδωσε μια βαριά περίπτωση ταχυκαρδίας. Ήμουν το μόνο της αγόρι και με υπεραγαπούσε. Όταν της είπε ο πατέρας μου ότι του είπε ο γιατρός ότι δεν θα γινόμουνα ποτέ καλά, αυτή λιποθύμησε τέσσερες φορές. Αμέσως μετά άρπαξε το μπουκάλι το λάδι και κάθε απόγευμα πήγαινε στις τέσσερες εκκλησίες γύρω απ’ το χωριό μου, άναβε τα καντήλια και έπεφτε μπροστά στην Παναγία και τον Χριστό και με κλάματα τους ζητούσε να με κάνουν καλά. Σε ένα μήνα αργότερα έπαιζα ποδόσφαιρο. Ο Θεός είχε δει τον πόνο της και τα δάκρυά της και με είχε κάνει εντελώς καλά.

    Έχοντας το παράδειγμά της μάνας μου, άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι ενώπιον του Κυρίου και τον παρακαλούσα να κάνει καλά το παιδί μου. Μια ημέρα όπως οδηγούσα με γύρω τα εκατόν δέκα χιλιόμετρα την ώρα στον αυτοκινητόδρομο 83 στην Βαλτιμόρη, ένα αγροτικό μπήκε απότομα μπροστά μου και στην πίσω πόρτα του ήταν γραμμένο στα Αγγλικά φυσικά, «Ο Κύριος έχει τον έλεγχο, όλα θα πάνε καλά». Το πίστεψα ότι ήταν μήνυμα απ’ τον Θεό και πήγα σπίτι και το είπα στην γυναίκα μου. Είκοσι χρόνια αργότερα το παιδί μου χαίρει άκρας υγείας και έχω δυο εγκονάκια απ’ αυτόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η επιγραφή ήταν απ’ τον Κύριο. Ο Χρόνος το απέδειξε. Αλληλούια, το οποίο ερμηνεύετε «Αινείτε τον Κύριο»!

 

***

 

Το 1998 είδα μια φωτογραφία σε μια ελληνική εφημερίδα που με συγκλόνισε. Ένας Τούρκος στρατιώτης είχε κόψει τα κεφάλια δύο Κούρδων και κρατούσε στο κάθε του χέρι ένα κεφάλι από τα μαλλιά. Πόζαρε μπροστά στο φακό γελώντας γεμάτος υπερηφάνεια για το κατόρθωμά του. Είχε τραβήξει εκείνη τη φωτογραφία σε τουρκικό στρατόπεδο και την πουλούσε στους στρατιώτες εκεί. Ένας στρατιώτης αγόρασε αυτή τη φωτογραφία και την ταχυδρόμησε σε μια εφημερίδα στην Ευρώπη και σχεδόν όλες οι εφημερίδες της Ευρώπης την κάλυψαν ευρέως. Αυτό που με τρόμαξε ήταν ότι κανένα μέσο μαζικής ενημέρωσης στην Αμερική δεν την κάλυψε. Ένιωσα ότι η δημοκρατία μας είχε ποδοπατηθεί γιατί αν τα ΜΜΕ δεν κάλυπταν οποιοδήποτε γεγονός που δεν φαινόταν ευάρεστο στον Λευκό Οίκο, τότε η ελευθερία του λόγου και η δημοκρατία μας είχε πάει αντίο.

    Έτσι, έκοψα με ψαλίδι εκείνη τη φωτογραφία απ’ την εφημερίδα και την πήγα σε ένα τυπογραφείο στο Kensington, MD, και του ζήτησα να την εκτυπώσει σε σκληρό χαρτί οκτώ επί έντεκα. Έβαλα την εικόνα στο κέντρο και στην κορυφή, έγραψα «Αυτό είναι το τρόπαιο σας για την υποστήριξη σας στην τουρκική κυβέρνηση που επιτρέπει τέτοιες φρικιαστικές πράξεις». Και στο κάτω μέρος, έγραψα: «Κρέμασέ το ψηλά, το αξίζεις». Έκανα δύο τρύπες στο πάνω μέρος και έδεσα μια μικρή κορδέλα για να την κρεμάσει κάποιος στον τοίχο του. Στη συνέχεια έγραψα μια επιστολή στο αμερικανικό Κογκρέσο διαμαρτυρόμενος ότι τα χρήματα των φόρων μου χρησιμοποιούντο για βοήθεια προς την τουρκική κυβέρνηση. Και έκλεισα την επιστολή μου με το εξής: «Αυτή δεν είναι η μεγάλη αμερικανική δημοκρατία αλλά η μεγάλη αμερικανική υποκρισία».

    Έστειλα ένα αντίγραφο σε κάθε γερουσιαστή και σύνεδρο, στον Πρόεδρο και στους αρχηγούς του στρατού. Ο πρόεδρος, ο κ. Κλίντον, δεν το έλαβε επειδή έλαβα μια κλήση από το γραφείο πρωτοκόλλου του Λευκού Οίκου, μια Αμερικανοκύπρια κυρία που εργαζόταν εκεί με πήρε τηλέφωνο και μου είπε, συγχωρείστε με, αλλά δεν μπορώ να το δώσω αυτό στον Πρόεδρο. Θα μπορούσα να είχα επιμείνει, αλλά συμφώνησα μαζί της και πιάσαμε κουβέντα για αρκετή ώρα γύρω απ’ την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο εις την οποία μου αποκάλυψε ότι η Τουρκική εισβολή ήταν σχεδίασμα του Κυρίου Κίσινγκερ.

    Μια εβδομάδα έως δύο εβδομάδες αργότερα, έλαβα δεκατρείς επιστολές από βουλευτές και γερουσιαστές που χειροκρότησαν τη πράξη μου. Έλαβα επίσης μια επιστολή από τον κ. Trend Lot, το τότε Ρεπουμπλικανικό Whip που με κάλεσε να γίνω μέλος του Ρεπουμπλικανικού Εσωτερικού Κύκλου κλαμπ. Το γράμμα του ακολούθησε μια επιστολή από τον σύνεδρο Κύριο Mitch McConnell που μου έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνω, και ποιος θα ήταν ο ρόλος μου. Μου άρεσε η πρόσκληση και την εκτίμησα, αλλά δεν την ακολούθησα γιατί ούτε η σύζυγός μου ούτε εγώ είχαμε πολιτική υπόσταση.

    Μεταξύ των απαντήσεων που έλαβα, πήρα επίσης μια κλήση από τη Μυστική Υπηρεσία. Τηλεφώνησε στο γραφείο της εταιρείας μου και η γραμματέας μου πήρε την κλήση.

    «Έχετε υπάλληλο με το όνομα Σταν Μαυρούλης;»

    «Μάλιστα» απάντησε εκείνη.

    «Μπορώ να μιλήσω με το αφεντικό του»;

    «Βεβαίως» απάντησε αυτή.

    Έρχεται στο γραφείο μου που ήταν λίγα μέτρα μακριά από το γραφείο της και μου είπε: «Η μυστική υπηρεσία θέλει να μιλήσει με τον εργοδότη του Σταν Μαυρούλη». Αμέσως ήξερα τι ήταν αυτό, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω το βάθος αυτής της κλήσης.

    «Γεια», απάντησα.

    «Είσαι εργοδότης του Σταν Μαυρούλη»; Με ρώτησε αυστηρά.

    «Είμαι ο Σταν Μαυρούλης», του είπα.

    Δεν το περίμενε αυτό και ξαφνιάστηκε.

    «Στείλατε ένα γράμμα στον Λευκό Οίκο και θέλουμε να σας κάνουμε ανάκριση».

    «Ευχαρίστως, ενημερώστε με πότε, ώστε να έχω τον δικηγόρο μου παρών», απάντησα.

    Όταν ανέφερα δικηγόρο, σταμάτησε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και μετά είπε, «Θα σε φτιάξουμε!» και έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγους μήνες αργότερα, μου κάνει έλεγχο το HUD (Υπουργείο Προνοίας). Μπήκε μέσα στο γραφείο ένας ελεγκτής  του υπουργείου προνοίας με ένα προφανές τσιπ στον ώμο του. Δύο εβδομάδες αργότερα τελείωσε τον έλεγχο και μου έδωσε ένα πρόστιμο εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδες δολάρια. Εγώ αρνήθηκα να το πληρώσω διότι δεν είχα κάνει κάτι παράνομο. Προσέλαβα δικηγόρο και τελικά, συμφώνησα σε πρόστιμο είκοσι επτά χιλιάδων. Νόμισα ότι αυτό ήταν.

    Η εταιρεία προχώρησε και αναπτύχθηκε σημαντικά. Από μεσίτης, είχα γίνει πλήρης δανειστής και εξυπηρετητής δανείων. Στη συνέχεια, από το 2002, άρχισα να διαπραγματεύομαι ομόλογα GNMA στο χρηματιστήριο. Στις 31 Δεκεμβρίου 2003, είχα στο χαρτοφυλάκιό μου ομόλογα αξίας περίπου εκατόν είκοσι εκατομμυρίων. Την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα, το Υπουργείο Εργασίας δημοσιεύει την έκθεση θέσεων εργασίας. Είχα υπολογίσει την πρώτη Παρασκευή του 2004, η οικονομία θα είχε δημιουργήσει εκατόν πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας. Αν είχα δίκιο, θα είχα κερδίσει μερικά εκατομμύρια. Το λοιπόν, ήρθαν τα άσχημα νέα, η οικονομία έχασε χίλιες θέσεις εργασίας. Μέσα σε δέκα λεπτά είχα χάσει πάνω από ενάμιση εκατομμύριο και η συνολική μου ζημιά ξεπέρασε το 1,8 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για την εταιρεία και με ανάγκασε να αλλάξω σχέδια. Αυτό που με εξέπληξε ήταν στην έκθεση του Φεβρουαρίου η κυβέρνηση αναθεώρησε την έκθεση του Δεκεμβρίου του 2003 και δημοσίευσε ότι η οικονομία είχε δημιουργήσει ογδόντα εννέα χιλιάδες θέσεις εργασίας και στην έκθεση του Μαρτίου την αναθεώρησαν ξανά δηλώνοντας ότι η οικονομία τον Δεκέμβριο του 2003 είχε δημιουργήσει  159 χιλιάδες θέσεις εργασίας.

    Ο υπολογισμός μου ήταν σωστός, αλλά με τον τρόπο που έκαναν την δημοσίευση, μου κόστισε σχεδόν δύο εκατομμύρια δολάρια και παρ’ ολίγο να χάσω και την εταιρεία μου. Τώρα, άρχισα να αναρωτιέμαι πώς το υπουργείο Εργασίας θα μπορούσε να είχε κάνει ένα τόσο μεγάλο λάθος στον υπολογισμό τους. Θα έλεγε κανείς ότι η αγορά ομολόγων είναι τόσο τεράστια που το μηδαμινό χαρτοφυλάκιο των ομολόγων μου δεν μετρούσε σε τίποτα. Ωστόσο, λάβετε υπόψη ότι το υπουργείο Εργασίας είναι ανεξάρτητο από την αγορά ομολόγων και κάθε μήνα η δημοσίευση που κάνουν δεν βασίζεται στο τι θα στοιχηματίσει η αγορά ομολόγων. Λοιπόν, θα μπορούσε η μυστική υπηρεσία να έχει βάλει μέσα το δάχτυλό της; Άλλωστε μου υποσχέθηκαν ότι θα με τακτοποιήσουν.

 

  

ΧΙ

 

Στις αρχές του 2004, με επισκέφτηκε το υπουργείο δικαιοσύνης με κλήτευση για όλα τα οικονομικά μου αρχεία. Η εφορία είχε ξεκινήσει απ’ το τέλος του 2003 έρευνα για πιθανή φορολογική απάτη που κάλυπτε τα έτη 1998-2003. Τους δώσαμε κουτιά και κουτιά με φακέλους και αυτό είναι το μόνο που άκουσα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το δύο χιλιάδες τρία, είχα πάρει την απόφασή σχολάσω τον ανεξάρτητο λογιστή μου επειδή ήταν σκιερός χαρακτήρας. Τον κράτησα αρκετά χρόνια γιατί με είχε βοηθήσει να μεγαλώσω την εταιρεία. Τη στιγμή που η εταιρεία έγινε δανειστής, χρειαζόμουν να χρηματοδοτήσω τα δάνεια που δίναμε στους πελάτες. Για να γίνει αυτό χρειάστηκα δάνεια αποθήκευσης από τραπεζικά ιδρύματα. Αυτά είναι βραχυπρόθεσμα δάνεια που λαμβάναμε από τις τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν τα δάνεια ακίνητης περιουσίας και μόλις πουλούσαμε το δάνειο, εξοφλούσαμε την τράπεζα. Οι τράπεζες δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο επειδή τα δάνεια που μας έδιναν ήταν εξασφαλισμένα από τα σπίτια που είχαμε χρηματοδοτήσει.

    Για να πάρουν οι τράπεζες την απόφασή να μας χορηγήσουν πίστωση, βασιζόντουσαν στις οικονομικές δηλώσεις της εταιρείας. Θα μας έδιναν πέντε προς ένα πιστωτικό όριο. Αν οι οικονομικές δηλώσεις μας έδειχναν καθαρή αξία ενός εκατομμυρίου δολαρίων, θα μας έδιναν πίστωση πέντε εκατομμυρίων. Για να αυξηθεί η χρηματοδότηση, κάθε έξι μήνες, έπρεπε να υποβάλλω οικονομικές δηλώσεις στην τράπεζα που θα έδειχναν ότι η αντικειμενική αξία της εταιρείας είχε αυξηθεί, και η χρηματοδότηση θα αυξανόταν βάσει της αύξησης της αντικειμενικής αξίας της εταιρείας.

    Εκεί μπήκε στην εικόνα ο σκιερός Λογιστής. Αν χρειαζόμουν πιστωτική ικανότητα τριάντα εκατομμυρίων, θα έπρεπε να είχα κάνει οικονομικές δηλώσεις στην τράπεζα που θα έδειχναν ότι η αντικειμενική αξία της εταιρείας είχε αυξηθεί στα έξι εκατομμύρια. Για να πω την αλήθεια, αυτό έκανε και εμένα επίσης σκιερό χαρακτήρα. Αλλά επειδή δεν προκαλούσα καμία ζημιά στις τράπεζες δικαιολογούσα τον εαυτόν μου με τον νόμο που λέει χωρίς ζημία δεν υπάρχει έγκλημα.

    Μέχρι το τέλος του 2003, η πραγματική αντικειμενική αξία της εταιρείας υπέρβαινε τα εφτά εκατομμύρια και μπορούσε η εταιρεία να σταθεί στα πόδια της και να ανταποκριθεί στις πιστωτικές ανάγκες της χωρίς να χρειάζεται το λογιστή να καραγκιοζοποιεί τις οικονομικές δηλώσεις της εταιρείας, και έτσι δεν τον χρειαζόμουν πλέον. Τότε αργά το φθινόπωρο του 2003, όταν μου έφερε τις δηλώσεις το τρίτου τετάρτου το χρόνου του ανακοίνωσα ότι έπρεπε να δώσω τα λογιστικά της εταιρείας σε μια μεγάλη λογιστική εταιρεία να προετοιμάσει την εταιρεία να γίνει δημόσια και οι μετοχές της να πουλιούνται στο χρηματιστήριο. Το κατάλαβε, αλλά μου ζήτησε να του επιτρέψω να τελειώσει το έτος για να ετοιμάσει τις δηλώσεις για το τέλος του έτους και να διορθώσει τα βιβλία, έτσι ώστε η επόμενη εταιρεία να μην βρει πράγματα εκτός γραμμής. Συμφώνησα. Αλλά όταν έχασα όλα αυτά τα χρήματα, η εταιρεία είχε σημαντικές απώλειες και αν το γνωρίζανε οι τράπεζες θα μειώνανε την πιστωτική ικανότητα της εταιρείας, και ίσως να αισθανόντουσαν ότι την είχα κακομεταχειριστεί την εταιρεία και την είχα καταντήσει αναξιόπιστη και θα μπορούσαν να ακυρώσουν την πιστωτική συμφωνία μας ολοσχερώς.

    Σ’ αυτήν την περίπτωση η εταιρεία μου θα είχε αναγκαστεί να χρεοκοπήσει. Ως αποτέλεσμα, ακύρωσα τα σχέδιά μου να τον αφήσω να φύγει και συνέχισε να ετοιμάζει τις οικονομικές μου δηλώσεις.

    Πέρασα αυτές τις δύσκολες στιγμές, και το 2007 η εταιρεία είχε αναπτυχθεί ξανά και δραστηριοποιούμασταν σε σαράντα τρεις πολιτείες.

    Τον Δεκέμβριο του 2007, μου τηλεφώνησε ο δικηγόρος μου ότι η κυβέρνηση επρόκειτο να εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον μου. Έμειναν σιωπηλοί για τέσσερα χρόνια. Όσο η εταιρεία μου ήταν μικρή, κανείς δεν μας ενοχλούσε. Όταν τελικά η εταιρεία απογειώθηκε, τέσσερα χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει κατηγορητήριο εναντίον μου. Όχι μόνο αυτό, αλλά το καλοκαίρι του 2006, ο πληροφοριοδότης ζήτησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να πληρωθεί το 25% που δίνει η κυβέρνηση στους  πληροφοριοδότες από όσα εισπράττουν. Η κυβέρνηση του απάντησε, δεν είχαν πλέον κανένα ενδιαφέρον σε αυτή την υπόθεση. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 2008 κάνουν κατηγορητήριο για εμένα και τον δεύτερο γιο μου. Το κατηγορητήριο αφορούσε τα έτη 1999-2003. Δεν περιλάμβαναν το 1998 επειδή εκείνο το έτος είχε διαγραφεί. Αυτό μου είπε ο δικηγόρος μου. Στο ίδιο κατηγορητήριο ονόμασαν και την οικογένειά μου ολόκληρη ως συνωμότες χωρίς ένταλμα.

    Ο δικηγόρος μου προσπάθησε να τους πείσει να μου επιτρέψουν να πληρώσω όποιο φόρο θεωρούσαν οφειλόμενο καθώς και ποινές απάτης, αλλά αρνήθηκαν. Ο Πρώτος Βοηθός Εισαγγελέα που χειρίστηκε την υπόθεσή μου είπε στον δικηγόρο μου ότι κανονικά σε τέτοιες περιπτώσεις δεν θα πήγαιναν ποινικά, αλλά λόγω του ιστορικού μου, θα το έκαναν. Και το έκαναν. Μας κατηγόρησαν με το Λογιστή μου για συνωμοσία εξαπάτησης της κυβέρνησης και υποβολή ψευδών οικονομικών δηλώσεων στην εφορία.

    Ο δικηγόρος μου που ήταν επίσης φίλος του εισαγγελέα προσπάθησε να με πείσει να παραδεχτώ την ενοχή μου. Αρνήθηκα και ξεκινήσαμε την προετοιμασία για τη δίκη. Τότε μια μέρα ο δικηγόρος μου μού είπε ότι αν δεν πέσω πάνω στο μαχαίρι, η κυβέρνηση θα έκδιδε ένταλμα σύλληψης και εναντίον της οικογένειάς μου. Κλώτσησα και ούρλιαξα και προσπάθησα να προσλάβω έναν δικηγόρο υψηλότερης ποιότητας για να βεβαιωθώ ότι αν πήγαινα στο δικαστήριο, θα κέρδιζα. Αυτή η κίνηση μου κόστισε 300.000 δολάρια. Και στο τέλος, μου είπαν ότι η κυβέρνηση θα με κατηγορούσε για εκούσια τύφλωση και θα μπορούσα ακόμα να καταδικαστώ. Σε εκείνο το σημείο, σήκωσα τα χέρια ψηλά. Αποδέχτηκα μία καταγγελία για υποβολή ψευδών φορολογικών δηλώσεων.

    Ο λογιστής μου πήγε στη δίκη και είπε στην υπεράσπισή του ότι λόγω του ότι είχα υπογράψει προσωπικές εγγυήσεις στην τράπεζα για τις πιστωτικές συμφωνίες, ο νόμος μου έδινε τη βάση να πάρω τα χρήματα που η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν είχα πληρώσει φόρους. Αυτός ο νόμος υπάρχει αλλά ισχύει για τις ιδιόκτητες εταιρείες. Και επειδή η εταιρεία μου ήταν ΙΚΕ, υπέθεσε λανθασμένα ότι ίσχυε ο νόμος και για μένα. Ανέλαβε την ευθύνη ότι μόνος του είχε υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις βάσει της εσφαλμένης παραδοχής του. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για την υποβολή ψευδών φορολογικών δηλώσεων αλλά όχι για την κατηγορία της συνωμοσίας. Πράγμα που με αθώωσε, αλλά επειδή είχα ήδη δηλώσει ένοχος δεν μπορούσα να το πάρω πίσω και να πάω σε δίκη.

    Πρέπει να πω ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα σε αυτήν την υπόθεση, αλλά δεν γράφω τη βιογραφία μου, αλλά τη μαρτυρία μου. Αυτό λοιπόν που γράφω είναι αυτό που έχει σημασία στο πόσο ο Θεός καθοδηγούσε τη ζωή μου για τους σκοπούς Του. Κάθε μέρα από την έκδοση του κατηγορητηρίου, ευχαριστώ τον Θεό. Πήγα στη φυλακή κα ευχαρίστησα τον Θεό. Με απέλασαν στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2013 και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό. Έζησα στην Ελλάδα από τότε μακριά από τη γυναίκα μου και τα πέντε παιδιά μου και τα εγγόνια μου, και γι’ αυτό ευχαριστώ τον Θεό. Αυτή τη φορά, όσο δύσκολα ή πόσο καυτά κι αν έγιναν τα πράγματα, δεν στενοχωρήθηκα ούτε κατηγόρησα τον Θεό γιατί ήξερα ότι όλα όσα μου συνέβαιναν ήταν το θέλημά Του.

    Και η μυστική υπηρεσία του Λευκού Οίκου με τον ανελέητο διωγμός της - εν αγνοία της υπηρέτησε το θέλημα του Θεού. Και ο λεγόμενος πληροφοριοδότης που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για να φτιάξει κατηγορητήριο εναντίον μου, υπηρέτησε το θέλημα του Θεού, και οι υπάλληλοι των φυλακών που με κράτησαν κλεισμένων, υπηρέτησαν το θέλημα του Θεού, και ο δικαστής μετανάστευσης που διέταξε την απέλασή μου υπηρέτησε το Θέλημα του Θεού. Ευχαριστώ λοιπόν τον Θεό για όλα όσα μου έχουν συμβεί.

    Λίγους μήνες πριν ξεκινήσω να γράψω την ομολογία μου, μου ήρθε στον νου: Ο Θεός έχει κάνει τόσα πολλά για μένα, τι έχω κάνει για τον Θεό. Γίνομαι σαν τον υπηρέτη με το ένα τάλαντο που το έκρυψε στη γη; Ο Θεός έκανε τόσα πολλά θαύματα στη ζωή μου, και όλα αυτά τα χρόνια σιωπούσα, εκτός από το να μιλάω σε ανθρώπους ένα προς ένα, κατά τα άλλα; Τίποτα.    Μήπως είχα καταντήσει σαν τον υπηρέτη με το ένα τάλαντο; Αυτό με ώθησε να γράψω τη ομολογία μου και να τη δημοσιεύσω. Έπρεπε να αρχίσω να σπέρνω τον σπόρο, δηλαδή τον Λόγο του Θεού. Όλοι πρέπει να ξέρουν ότι ο Θεός τους αγαπά και νοιάζεται για αυτούς, και ότι έκανε για μένα, έναν φοβερά αμαρτωλό, πόσο μάλλον θα έκανε και για αυτούς. Άρχισα λοιπόν μια εκστρατεία να υπηρετήσω τον Θεό με όλη μου την δύναμη, και όλο μου το είναι. Ο χρόνος θα αποδείξει τα υπόλοιπα.

 

Ήξερα, σύμφωνα με το όνειρό μου, ότι θα κατέληγα στην Ελλάδα και θα Τον υπηρετούσα εδώ. Και τώρα είμαι εδώ. Είναι αλήθεια, αν η εταιρεία μου είχε επιβιώσει και δεν είχα απελαθεί, δεν θα ήμουν εδώ. Άλλωστε, αν η εταιρεία γινόταν εταιρεία δισεκατομμυρίων δολαρίων, θα αγόραζα έναν τηλεοπτικό σταθμό στην Ελλάδα και θα τον έκανα χριστιανικό σταθμό, ώστε να υπηρετώ τον Θεό με αυτόν τον τρόπο. Αλλά αυτό θα ήταν ο τρόπος μου, όχι ο τρόπος Του. Θα ήμουν γεμάτος υπερηφάνεια τι σπουδαίο πράγμα που έκανα «εγώ» για τον Κύριο. Αλλά ο Θεός είπε: Ζαχαρία 4:6 Ουχί δια δυνάμεως, ουχί διά ισχύος αλλά δια του Πνεύματός μου, είπε ο Κύριος των Δυνάμεων».

    Δόξα σοι ο Παντοδύναμος Θεός που μας αγάπησε τόσο πολύ, που έβαλε τον δικό Του Υιό στο Σταυρό για να πεθάνει για τις αμαρτίες όλων όσων πιστεύουν σε Αυτόν και στο έργο Του στο Σταυρό, και όσοι πιστεύουν θα έχουν αιώνια ζωή.

    Κατά Ιωάννου 3:16, «Γιατί ο Θεός αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο που έδωσε τον Υιό του τον Μονογενή ώστε όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν δεν θα χαθεί αλλά θα έχει ζωή αιώνιον».

 

 

Επίλογος

 

Αυτό που θέλω να τονίσω στην ομολογία μου είναι ότι ο Θεός δεν έκανε αυτά τα πράγματα στην ζωή μου διότι είμαι καλύτερος απ’ τους άλλους, στην πραγματικότητα εγώ είμαι χειρότερος απ’ όλους, Αλλά για να δείξει σε όλους που διαβάζουν την ομολογία μου ότι εάν πιστέψουν θα λάβουν πολύ περισσότερα από τι έλαβα εγώ διότι εγώ είμαι υπερβολικά αμαρτωλός, εξ άλλου το γράφω στην ομολογία μου. Ας μην εξαπατηθεί κανείς, ο Θεός είναι αληθινός, είναι ακριβώς όπως τον περιγράφει η Αγία Γραφεί, και η ζωή δεν τελειώνει στον τάφο, αλλά περνά στην αιωνιότητα. Το θέμα είναι που θα βρίσκετε η ψυχή σου στην αιωνιότητα, στο σκότος το εξώτερον, δηλαδή κόλαση, ή μαζί με τον Θεό, δηλαδή στον παράδεισο; Αυτό εξαρτάτε από εσένα και από τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Είναι επιλογή του καθενός. Και για να μην βρει κανείς δυσκολία ή δικαιολογία ο Θεός πήρε της αμαρτίες μας πάνω στο σταυρό. Τους επέτρεψε να το θανατώσουν με αυτό τον φρικτό θάνατο για να ζήσουμε εμείς. Καθώς είναι γραμμένον, «Ότι κατά χάριν ήστε σωσμένη δια της πίστεως, και αυτό δεν είναι από εσάς, Θεού το δώρον, ουχί έξ έργων δια να μην καυχηθή τις.» εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να πιστέψουμε.  Καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος στο κατά Ρωμαίους επιστολή 10:10 «Πλησίον σου είναι ο λόγος, εν τω στόματί σου και εν τη καρδία σου, τουτέστιν ο λόγος τις πίστεως τον οποίον κηρύττομεν, ότι εάν ομολογήσεις δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστέψεις εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν έκ νεκρών θέλεις σωθή».

    Και τι εννοεί να πιστέψεις εν τη καρδία σου, με άλλα λόγια να πιστέψεις πραγματικά, όχι να αμφιβάλεις ή να ταλαντεύεσαι στην πίστη σου.  Να μην δειλιάζεις να ομολογείς ότι πιστεύεις ότι ο Χριστός πέθανε στο Σταυρό για τις αμαρτίες σου,  (Διότι εάν πιστεύεις ότι ο Χριστός πλήρωσε για τις αμαρτίες σου πάνω στο Σταυρό, πια αμαρτία θα σε χωρίσει απ’ τον Θεό;) Και ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών. Και στο Ισαϊα 53:11 γράφει, «Ο δίκαιος δούλος μου θέλει δικαιώσει πολλούς δια τις επιγνώσεως αυτού.» Ο Χριστός δεν θα έλθει σε επίγνωση του εαυτού του, αλλά εμείς να φτάσουμε την επίγνωση Αυτού. Δηλαδή να γνωρίσουμε τον Χριστό απ’ τα βάθη της ψυχής μας, να τον δεχτούμε σαν σωτήρα μας, Δεσπότη και βασιλιά της ζωής μας και τότε θα χτίσουμε σχέσεις μαζί του, και θα αισθανθούμε πολύ κοντά μαζί του που δεν πρόκειται να αμφιβάλουμε ποτέ για την σωτηρία μας.

    Άρχισε λοιπόν με το πρώτο βήμα, προσευχήσου και ζήτησε του να σου δώσει συγχωρήσει αμαρτιών και ζήτησέ του να γίνει αρχηγός και βασιλιάς της ζωή σου, και Αυτός θα το κάνει διότι μας το υποσχέθηκε, και δεν το παίρνει πίσω για κανέναν.  Και άρχισε να πηγαίνεις στην εκκλησία τακτικά και θα δεις την διαφορά στην ζωή σου. Γιατί πως είναι δυνατόν να είναι ο Χριστός Δεσπότης και Βασιλιάς της ζωής σου και να μην πηγαίνεις στην εκκλησία;

    Και για να γίνει τούτο πάρε τώρα την απόφαση και πέσε στα γόνατά σου και παρακάλεσε το Χριστόν να γίνει Αρχηγός και βασιλιά της ζωής σου; Μην σε εξαπατήσει ο σατανάς και το αναβάλεις. Η γραφή λέει, Ιδού, νυν (τώρα) καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας!!!   

 

Τα σχόλιά σας είναι καλοδεχούμενα.

 

    Εάν η ομολογία του Κυρίου Μαυρούλη σας βοήθησε να αισθανθείτε πιο κοντά στον Θεό και να γνωρίσετε ότι ο Θεός είναι αληθινός και είναι μαζί σας ακόμα και στην χειρότερη των περιστάσεων τότε προωθήστε την σε ένα φίλο ή συγγενή, διότι και κι αυτός/αυτή χρειάζεται να έρθει σε επίγνωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
















960 views1 comment

Recent Posts

See All

Προφητείες Αγίας Γραφής για

666 και Δευτέρα Παρουσία Τελευταία γίνεται μεγάλη συζήτηση για ταυτότητες και για το 666, το χάραγμα του αντίχριστου. Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο περνάνε νόμους να επιτρέπουν σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια να

Mi Testimonio

No publiqué mi testimonio aquí para glorificarme a mí mismo sino a Dios. No para mostrar que soy algún santo, porque no lo soy y no fui, y lo muestro claramente en mi testimonio. Como dice el Evangeli

Ξέρεις Εάν Έχεις Σωθεί;

Όταν ένας ακολουθεί τον Χριστό και πιστεύει τον Χριστό, και έχει βαπτιστεί εις το όνομα της Αγίας Τριάδος αυτός είναι Χριστιανός. Και γιατί ένας να ακολουθήσει τον χριστό; Όταν ο Χριστός στο Κατά Ιωάν

bottom of page